Μήπως πάσχεις από το σύνδρομο της κόπωσης;

Στον σύγχρονο κόσμο το Εγώ κάνει ένα βήμα παραπάνω και από αυτό. Ενώ το άτομο στο παρελθόν εξαντλούνταν ανταγωνιζόμενο τους άλλους, το μετανεωτερικό Εγώ εξαντλείται ανταγωνιζόμενο όχι μόνο τους άλλους, αλλά επίσης, και κυρίως, τον ίδιο του τον εαυτό.

Κατά κάποιο τρόπο έχει βαλθεί να κινείται πιο γρήγορα από την σκιά του και αυτό το αδιέξοδο καθήκον που αναθέτει στον εαυτό του, πολύ γρήγορα στραγγίζει όλες τις εσωτερικές του δυνάμεις. Έτσι, στην πραγματικότητα δεν απαλλάσσεται από τις σχέσεις κυριαρχίας, αλλά τις εσωτερικεύει, πράγμα που είναι πολύ χειρότερο. Γιατί στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από τον κυρίαρχο, είναι αναγκασμένο να στραφεί εναντίον του εαυτού του ή έστω ενός μέρους του εαυτού του.  

Αυτό το αίσθημα της αδιέξοδης εξάντλησης περιέγραψε πρόσφατα με πολύ γλαφυρό τρόπο ο βραβευμένος Γάλλος συγγραφέας Μισέλ Ουελμπέκ στο μυθιστόρημά του Η Υποταγή:

«[…] αναλογίστηκα την ζωή της Ανελίζ και τη ζωή όλων των δυτικών γυναικών. Το πρωί πιθανότατα έκανε ένα χτένισμα, μετά ντυνόταν με φροντίδα, σύμφωνα με την επαγγελματική της θέση…, θα πρέπει να αφιέρωνε σε αυτά αρκετή ώρα πριν πάει τα παιδιά στον παιδικό σταθμό, η μέρα της περνούσε με μέηλ, τηλέφωνα, διάφορα ραντεβού, μετά επέστρεφε κατά τις εννιά το βράδυ εξαντλημένη (ήταν δουλειά του Μπρυνό να παίρνει τα παιδιά το απόγευμα, να τους βάζει να φάνε, είχε ωράριο δημοσίου υπαλλήλου), κατέρρεε, έβαζε ένα φούτερ και μία φόρμα, έτσι εμφανιζόταν μπροστά στον κύριο και αφέντη της, και αυτός πρέπει να είχε, δεν μπορεί παρά να είχε την αίσθηση ότι κατά κάποιον τρόπο τον είχαν γαμήσει, και αυτή είχε την αίσθηση ότι την είχαν γαμήσει, και ότι αυτό δεν θα άλλαζε με τα χρόνια, με τα παιδιά που μεγάλωναν και με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις που αυξάνονταν μηχανικά».

Η εξάντληση εδώ εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μίας μηχανικής επανάληψης συμπεριφορών των οποίων η ροή έχει διαχωριστεί πλήρως από την ίδια την επιθυμία των ατόμων, που εμφανίζουν έτσι συμπτώματα παραίτησης, αποστράγγισης και εν τέλει απονέκρωσης.

Και συνεχίζουμε…

Αυτή η αποστράγγιση του σύγχρονου Εγώ ενθαρρύνεται από μία άλλου είδους πειθαρχία. Πρόκειται για μία πειθαρχία που δεν δομείται πια γύρω από το «όχι» της πειθαρχικής κοινωνίας, το «δεν-μου-επιτρέπεται-να», αλλά από μία θετική αλληλουχία του «μπορώ-τα-πάντα».

Στην κοινωνία της επίδοσης το άτομο λέει «ναι» σε όλα, «να κάνω και αυτό και το άλλο, να προλάβω να τα κάνω όλα», σε σημείο που έχει αφυδατώσει όλα τα αποθέματα της ενεργητικότητάς του μέχρι τελευταίας ρανίδος.

Έτσι, ενώ θα ανέμενε κανείς ότι η απαλλαγή από την αρχή της υπακοής θα ελευθέρωνε το άτομο από τις ψυχικές ασθένειες που ήταν συνήθεις στην εποχή του Φρόυντ, του Νίτσε και του Ίψεν, δηλαδή την υστερία και την σχιζοφρένεια, διαπιστώνουμε το εξής παράδοξο:

η είσοδος επί σκηνής της αρχής της ελευθερίας συνοδεύεται από την ταυτόχρονη είσοδο επί σκηνής μίας νέας μορφής ψυχικών διαταραχών, που πλέον εμποτίζουν το σύγχρονο Εγώ και που είναι η κατάθλιψη, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (γνωστό ως Δ.Ε.Π.Υ) και το σύνδρομο της κόπωσης (burn-out).

Οι ψυχικές ασθένειες του 21ου αιώνα μπορεί μεν να είναι πιο light σε σχέση με αυτές της πειθαρχικής κοινωνίας του προηγούμενου αιώνα, ωστόσο είναι πιο διαδεδομένες και απλώνονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του γενικού πληθυσμού. Άλλωστε το παράπονο του καταθλιπτικού ατόμου παίρνει την μορφή του «δεν-μπορώ-πια-να μπορώ-κουράστηκα-τέλος».

Τι αντιστάθμισμα λοιπόν μπορεί να έχει κανείς σε αυτό το κλίμα της υπερπλεονάζουσας – μέχρις εξαντλήσεως – θετικότητας; Δεν έχει παρά να εμπλουτίσει το ρεπερτόριό του πλέκοντας, έστω που-και-που, το εγκώμιο της βραδύτητας.

Σε αυτήν την περίπτωση, μπορούμε να εμπνευστούμε από την κριτική της υπερδραστηριότητας την οποία άσκησε ο Νίτσε. Στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα αναφέρει ότι η «δυνατή ψυχή» διατηρεί την «ηρεμία» της, «κινείται αργά» και «απεχθάνεται ό,τι παραείναι δραστήριο».

Η βραδύτητα επιτρέπει την περισυλλογή, η υπερδραστηριότητα διασκορπίζει το άτομο ανάμεσα σε μία ατέρμονη σειρά αντικειμένων και καθηκόντων μέσα στα οποία εν τέλει το ίδιο χάνεται εντελώς. Η βραδύτητα για την οποία γίνεται λόγος εδώ δεν είναι νωθρότητα, είναι αντίθετα ο μόνος ίσως τρόπος με τον οποίο μπορώ να ζω χωρίς να διαστέλλω ακατάπαυστα προς όλες τις κατευθύνσεις τον εαυτό μου με κίνδυνο στο τέλος να εκραγώ σαν μπαλόνι.

Με άλλα λόγια, η βραδύτητα είναι εκείνη η σωτήρια μείωση ταχύτητας, χάρη στην οποία μπορώ να συνεχίσω να ενεργώ χωρίς να εξαντλώ μονομιάς όλο το απόθεμα της ζωτικής μου δύναμης. Για αυτό σας προσκαλώ, έστω που-και-που, να απολαμβάνετε την σχεδόν λησμονημένη αγαλλίαση του «δεν-κάνω-απολύτως-τίποτε».

Η Μάρω Μπέλλου είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Κατά την κλινική της πρακτική ακολουθεί την αυτοσχεδιαστική μέθοδο. Έχει λάβει ειδίκευση στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, έχει εμβαθύνει με διατριβή στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην Ψυχανάλυση. 

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο: «Ο γκατζετ-Eros: ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.

(Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε: http://www.marobellou.gr/el/)

(293)