Κάτω από την ομπρέλα του όρου «κατάθλιψη» ομαδοποιούνται πολλοί κλινικοί τύποι και συμπτώματα που εκτείνονται σε ένα πολύ ευρύ φάσμα… οι κρίσεις πανικού που ξεσπούν ως άγχος εγκατάλειψης, η τοξικομανία ως μία αγνόηση του Άλλου, η υποχονδρία ως ενδοστρέφεια στον εαυτό που καθηλώνεται σε ένα υποτιθέμενο άρρωστο όργανο, η αϋπνία και η ανορεξία που υπονομεύουν την ίδια την ζωτική ομοιόσταση του ατόμου.
Μπορεί ακόμη το άτομο να μην εκφράζει καν ένα παράπονο για όλα αυτά που βιώνει, να είναι έρμαιο μία απάθειας χωρίς ούτε ένα αίτημα. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η αναδίπλωση στον εαυτό μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα νέκρωσης με αναστολή κάθε είδους δράσης, ακόμη και στο πέρασμα στην αυτοκτονία, δηλαδή την ίδια την αφάνιση του ατόμου.
Παραλλάζοντας μία φράση του Φρόυντ…
είναι σαν η σκιά του θανάτου να έχει πέσει πάνω στο άτομο. Ένα ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι: μα ποιος επιτέλους ευθύνεται για όλη αυτήν την δυστυχία; Κι εδώ ακριβώς έρχεται κανείς αντιμέτωπος με το αίσθημα της ενοχής. Ένας συνήθης τρόπος νοηματοδότησης της δυστυχίας είναι το άτομο να λέει «όλα είναι δικό μου σφάλμα».
Το άτομο αποδέχεται την δυστυχία ως συνέπεια δικών του επιλογών ή παραλείψεων, με αποτέλεσμα να τοποθετείται στην θέση του ενόχου, ο πόνος του έτσι αποκτά νόημα αφού αναγνωρίζει τον εαυτό του ως μοναδικό αίτιο του πόνου του. Στην περίπτωση αυτή το αφόρητο αίσθημα της κατάθλιψης κατά κάποιον τρόπο αναδιπλασιάζεται καθώς συνοδεύεται επιπλέον από ένα αφόρητο αίσθημα ενοχής μέσω του οποίου το άτομο αναλαμβάνει την ευθύνη του υποτιθέμενου σφάλματός του.
Υπάρχει όμως και μία άλλη δυνατή απάντηση στο ερώτημα για το αίτιο του πόνου μου. Η απάντηση αυτή είναι η «δίωξη». Για την οδύνη μου φταίει πάντα ένας Άλλος που με διώκει, ένας «υπέρμετρα κακός Άλλος» που απεργάζεται διαρκώς σενάρια καταστροφής μου. Και επειδή η δίωξη προϋποθέτει πάντα έναν άλλον, όταν αυτός δεν υπάρχει το άτομο πολύ απλά τον εφευρίσκει.
Ας επιστρέψουμε όμως στην εξέταση του αισθήματος της ενοχής που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ. Η κλινική εμπειρία έχει δείξει ότι το αίσθημα ενοχής συνήθως υπερβαίνει κάθε χωροχρονικό εντοπισμό και διευρύνεται τόσο ώστε εντέλει να καταλαμβάνει όλη την ψυχική ζωή του ατόμου. Το γεγονός αυτό οδηγεί, σύμφωνα με τον Φρόϋντ και τον Λακάν, στα «παράδοξα του αιθήματος της ενοχής».
Ένα πρώτο παράδοξο είναι ότι αρκεί ένα οδυνηρό γεγονός (π.χ. να χαθεί ένας αγαπημένος συγγενής ή ακόμη και να αρρωστήσει το ίδιο το άτομο), για το οποίο το άτομο δεν φέρει αντικειμενικά καμμία ευθύνη, για να εκδηλωθεί ένα υπέρμετρο αίσθημα ενοχής: το άτομο θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο, προσωπικά υπεύθυνο, για κάθε καταστροφή. Ένα δεύτερο παράδοξο είναι ότι με βάση την εμπειρία υπάρχει ένα αξιοσημείωτο χάσμα ανάμεσα στις ένοχες πράξεις και το αίσθημα της ενοχής.
Με άλλα λόγια…
υπάρχουν ένοχες πράξεις για τις οποίες το άτομο δεν νιώθει ίχνος μεταμέλειας, ενώ από την άλλη μπορεί το άτομο να αισθάνεται ένοχο και να μέμφεται τον εαυτό του χωρίς να έχει διαπράξει καμμία επιλήψιμη πράξη. Και τέλος, ένα άλλο παράδοξο είναι ότι η «ενοχή είναι ανίσχυρη» όπου το άτομο ομολογεί την ενοχή του αλλά τίποτε δεν εγγυάται ότι θα επωμιστεί τις ευθύνες του.
Συμβαίνει μάλιστα το αντίθετο, όπως έχει αναφέρει ο Λακάν: το να «αισθάνεται ένοχος είναι ένδειξη πως είναι έτοιμος να ‘νίψει τας χείρας του’ πραγματικά».
Όλα αυτά τα παράδοξα του αισθήματος ενοχής μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ίδια η ενοχή δεν είναι τόσο ένα αίσθημα δικαιολογημένο ή μη, όσο μία θέση που αποδίδει το άτομο για τον εαυτό του στον κόσμο: ό,τι και να συμβεί, είναι το ίδιο υπεύθυνο. Η ενοχή με άλλα λόγια, είναι μία αρχή νοηματοδότησης, δηλαδή ένας τρόπος για να μπορεί να δίνει μία εξήγηση σε ό,τι του συμβαίνει στην ζωή.
Ειδικά στον σύγχρονο κόσμο όπου βομβαρδιζόμαστε με κάθε τρόπο από την προστακτική «Απολαύστε», «η απόλαυση λειτουργεί παραδόξως κατ’ ουσίαν ως ηθικό καθήκον. Οι άνθρωποι αισθάνονται ένοχοι όχι επειδή παραβιάζουν ηθικές απαγορεύσεις επιδιδόμενοι σε παράνομες απολαύσεις, αλλά επειδή αδυνατούν να απολαύσουν».
Το να είναι λοιπόν κανείς θλιμμένος είναι αφύσικο και η κατάθλιψη δείχνει την αδυναμία του ατόμου απέναντι στη νέα ηθική υποχρέωση να είναι ευτυχισμένο.
- Τι επομένως μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο στην κατάθλιψη;
Αναμφίβολα, τα αισθήματα πληρότητας και χαράς που μόνο η αγάπη προκαλεί. Μπροστά στην αγάπη υποχωρούν τα αισθήματα λύπης, απογοήτευσης και κενότητας που χαρακτηρίζουν την καταθλιπτική θέση. Η έξοδος από μια τέτοια καταθλιπτική θέση, η εκ νέου ανάδυση στην επιφάνεια της χαράς και της ορμητικής επιθυμίας για ζωή δεν είναι, όμως, κάτι που το άτομο θα μπορούσε να επιτύχει από μόνο του.
Προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άλλου, αγαπημένου προσώπου, που νοηματοδοτεί εκ νέου τη ζωή του ατόμου και το ανασύρει από τα λιμνάζοντα νερά της κατάθλιψης, μέσα στα οποία απλώς ανακυκλώνεται η σχέση του με τον θλιμμένο, απογοητευμένο και ένοχο εαυτό του.
«Αυτός ή αυτή που αγαπώ με βγάζει με την κυριολεκτική έννοια ‘εκτός εαυτού’. Με αναγκάζει να βγω έξω από εμένα, να υπερβώ τον εαυτό μου, να στραφώ πέρα από το εγώ μου και να κοιτάξω αλλού, προς μία κατεύθυνση που ενδέχεται να είναι τελείως αντίθετη».
Η αγάπη αναδεικνύεται έτσι ως η μόνη αυθόρμητη και κατά κάποιο τρόπο φυσική θεραπεία της κατάθλιψης. Δικαίως λοιπόν η αγάπη, το καλύτερα διανεμημένο πράγμα στον κόσμο, είναι σήμερα αυτό που ο καθένας αναζητά περισσότερο από οτιδήποτε.
Η Μάρω Μπέλλου είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Κατά την κλινική της πρακτική ακολουθεί την αυτοσχεδιαστική μέθοδο. Έχει λάβει ειδίκευση στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, έχει εμβαθύνει με διατριβή στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην Ψυχανάλυση.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο: «Ο γκατζετ-Eros: ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
(Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε: http://www.marobellou.gr/el/)
(232)