Με την τεχνική του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος υποστηρίζουν οι επιστήμονες πως μπορούν να εντοπίσουν από πολύ νωρίς τα παιδιά που διατρέχουν κίνδυνο ανάπτυξης αυτισμού, καταγράφοντας την πρώιμη νευρωνική δραστηριότητα στον εγκέφαλο
Οι διαταραχές του αυτιστικού φάσματος (ΔΑΦ) σπάνια διαγιγνώσκονται πριν την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων, συνήθως κατά την παιδική ηλικία. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αναπτυξιακές διαταραχές εμφανίζονται στον εγκέφαλο πολύ νωρίτερα, με τον έγκαιρο εντοπισμό των παιδιών που διατρέχουν κίνδυνο για αυτισμό να επιτρέπει παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τα αναπτυξιακά αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τη μελέτη ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, που δημοσιεύθηκε στο Biological Psychiatry: Cognitive Neuroscience and Neuroimaging, βρέθηκαν στοιχεία μιας νευρωνικής «υπογραφής» σε βρέφη, δηλαδή εγκεφαλικής δραστηριότητας, που προέβλεπε τα συμπτώματα των διαταραχών αυτιστικού φάσματος στην ηλικία των 18 μηνών.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τη μέθοδο του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος -μια μη επεμβατική τεχνική- για να μετρήσουν την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου και κατέγραψαν τη νευρωνική δραστηριότητα των άλφα κυμάτων, η οποία σχετίζεται με συνδέσεις μεγάλης εμβέλειας στον εγκέφαλο.
«Μια σημαντική πτυχή της εγκεφαλικής ανάπτυξης είναι η αλλαγή στα μοτίβα της εγκεφαλικής δραστηριότητας. Εμείς θελήσαμε να μάθουμε αν οι μετρήσεις της νευρωνικής δραστηριότητας μπορούσαν να ανιχνεύσουν άτυπη εγκεφαλική ανάπτυξη στις ΔΑΦ κατά τη βρεφική παιδική ηλικία», σημειώνει η πρώτη συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Abigail Dickinson.
Η Δρ. Dickinson και η ομάδα της πραγματοποίησαν τις μετρήσεις σε 65 βρέφη τριών μηνών, εκ των οποίων τα 29 είχαν μειωμένο κίνδυνο για ΔΑΦ βάσει οικογενειακού ιστορικού και τα 36 είχαν υψηλό κίνδυνο, καθώς ένα από τα αδέλφια τους έπασχε από ΔΑΦ.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν υπολογιστικά μοντέλα για να προβλέψουν τα συμπτώματα στους 18 μήνες ζωής των παιδιών, βασιζόμενοι στα νευρωνική τους δραστηριότητα κατά τη βρεφική ηλικία. Οι προβλέψεις των μοντέλων συσχετίστηκαν με πραγματικά συμπτώματα που μετρήθηκαν στα παιδιά, ωστόσο το μοντέλο δεν ήταν ικανό να προβλέψει λεκτικές ή μη, γνωστικές βαθμολογίες στις ηλικίες αυτές, υποδεικνύοντας ότι το εγκεφαλικό μοτίβο συνδεσιμότητας μπορεί να αποτελεί συγκεκριμένο δείκτη των ΔΑΦ.
Σε παιδιά που παρουσίασαν αργότερα συμπτώματα αυτισμού, οι ερευνητές παρατήρησαν μειωμένη συνδεσιμότητα μεταξύ των μετωπιαίων περιοχών, αλλά και αυξημένες συνδέσεις στις κροταφικές-βρεγματικές περιοχές του δεξιού ημισφαιρίου, οι οποίες σχετίζονται με την επεξεργασία κοινωνικών πληροφοριών.
«Τα ευρήματα αυτά βελτιώνουν τις γνώσεις μας σχετικά με τις νευρωνικές διαφορές που προηγούνται του αυτισμού και δείχνουν ποιες περιοχές του εγκεφάλου αποκαλύπτουν τα πιο πρώιμα συμπτώματα των διαταραχών. Τέλος, ενισχύουν την ιδέα ότι η προβληματική συνδεσιμότητα του εγκεφάλου είναι μια βασική αιτία των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος και όχι μια συνέπειά τους», τονίζει η Δρ. Dickinson.
Οι συγγραφείς αναφέρουν, τέλος, ότι το χαμηλό κόστος, η ευρεία διαθεσιμότητα και η χαμηλή επικινδυνότητα του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος το καθιστούν ένα καλό εξεταστικό εργαλείο για τον εντοπισμό παιδιών που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης ΔΑΦ ή εκείνων με «οριακά» συμπτώματα, ώστε να λάβουν έγκαιρες παρεμβάσεις. «Η χαρτογράφηση μοτίβων δραστηριότητας που σχετίζονται με τον αυτισμό θα μπορούσε τελικά να συμβάλει στον εντοπισμό των παιδιών που παρουσιάζουν πρώιμα σημάδια νευρωνικού κινδύνου», καταλήγει η Δρ. Dickinson.
Πηγή: ygeiamou.gr