Στην οξεία εκδοχή της η κατάθλιψη δηλαδή όταν κατάθλιψη ξεσπά με τη μορφή μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου, χαρακτηρίζεται από:
- καταθλιπτική διάθεση, σχεδόν κάθε μέρα
- απώλεια του ενδιαφέροντος ή μείωση της ευχαρίστησης από δραστηριότητες που παλιά ήταν ευχάριστες (ανηδονία)
- μείωση ή αύξηση της όρεξης ή του βάρους
- αδυναμία ύπνου το βράδυ ή υπερβολική ανάγκη για ύπνο (υπερυπνία) μες στη μέρα ή διακεκομμένος ύπνος σχεδόν καθημερινά
- καθημερινή ψυχοκινητική ανησυχία (υπερβολική κινητικότητα, δηλαδή το άτομο «δεν μπορεί να κάτσει σε ένα σημείο») ή ψυχοκινητική επιβράδυνση (οι κινήσεις είναι νωχελικές και σχεδόν αργές σαν το άτομο να μην έχει κουράγιο ή δυνατότητα να κινηθεί κανονικά)
- εύκολη και αναίτια κόπωση ή απώλεια της ενεργητικότητας
- ιδέες ενοχής και προσωπικής αναξιότητας
- έντονη δυσκολία στη συγκέντρωση
- βραδύτητα στη σκέψη και δυσχέρεια στη λήψη των αποφάσεων
- μειωμένη κριτική ικανότητα
- επαναλαμβανόμενες σκέψεις θανάτου ή ιδέες αυτοκαταστροφής
- απελπισία και αίσθημα ανημπόριας
- εσωτερικό κενό
- ευσυγκινησία (ο πάσχων συγκινείται και κλαίει εύκολα)
- ανησυχία
(Τα παραπάνω μπορούν να συνοδεύονται από πλήθος άλλων συμπτωμάτων που συχνά δεν είναι άμεσα ανιχνεύσιμα ή αντιληπτά.)
Οι πάσχοντες από μείζονα κατάθλιψη δεν έχουν κίνητρο να κάνουν τίποτε και συχνά παραμένουν εγκλωβισμένοι στο κρεβάτι σχεδόν όλη μέρα ενώ αποσύρονται από κοινωνικές συναναστροφές, φίλους και οικείους. Το μέλλον τούς φαντάζει δυσοίωνο και το παρόν δυσβάσταχτο. Μέσα τους είναι εδραιωμένη η πεποίθηση ότι είναι ανήμποροι να αλλάξουν αυτό που βιώνουν.
Η τυπική ηλικία εμφάνισης της νόσου είναι μεταξύ 24 και 29 ετών. Ως πάθηση δεν είναι σπάνια. Σύμφωνα με διάφορες μελέτες τουλάχιστον 5% των Ευρωπαίων υποφέρουν από αυτήν ενώ ένα ποσοστό 17% θα νοσήσει από κάποια σοβαρή μορφή κατάθλιψης τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του.
Από το σύνολο όσων πλήττονται από την κατάθλιψη το 25% περίπου θα παραμείνει καταθλιμμένο για χρονική περίοδο μικρότερη από ένα μήνα, ενώ το 50% λιγότερο από τρεις μήνες. Δεν είναι απίθανο όμως η κατάθλιψη να διαρκέσει ακόμη κι ένα χρόνο σε ποσοστό που φτάνει το 25-30% των περιπτώσεων, ενώ ένα άλλο 25% θα εξακολουθήσει να υποφέρει για δύο χρόνια.
Σε ορισμένους πάσχοντες, το ιστορικό τους φανερώνει ότι η πάθηση έχει κληρονομικό χαρακτήρα αποκαλύπτοντας έτσι και τη νευροβιολογική της διάσταση. Το μοντέλο που εξηγεί την εμφάνισή της βασίζεται στην ανισορροπία μιας σειράς ουσιών στον εγκέφαλο που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές και είναι υπεύθυνες για τη μετάδοση σημάτων και τη λειτουργία του εγκεφάλου.
Ο νευροδιαβιβαστής που ενοχοποιείται συνήθως είναι η σεροτονίνη που δεν παράγεται σε ικανές ποσότητες, αν και οι πιο πρόσφατες έρευνες υποδηλώνουν ότι ο ρόλος της είναι μάλλον ρυθμιστικός και ότι η ανάπτυξη της νόσου σχετίζεται και με άλλους νευροδιαβιβαστές (ντοπαμίνη, νορεπινεφρίνη, νοραδρεναλίνη, ακετυλοχολίνη) που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία του επονομαζόμενου μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου, στο οποίο η αμυγδαλή (ένας αδένας στον εγκέφαλο) υπερλειτουργεί προξενώντας την παθολογία.
Το άρθρο υπογράφει ο Γεώργιος Α. Παπαγεωργίου είναι ψυχολόγος & διευθυντής της «Ψυχικής Φροντίδας ΙΚΕ» (Ιατρική Εταιρεία παροχής υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας) όπου και συνίδρυσε το 2016. Εποπτεύει τις παρεχόμενες υπηρεσίες από το Επιστημονικό Προσωπικό της Εταιρείας το οποίο απαρτίζεται από όλες τις ειδικότητες τις Ψυχικής Υγείας.
Στοιχεία Επικοινωνίας:
Τηλ. Επικοινωνία:
Επείγοντα: