Ο άνθρωπος που πλήττει βιώνει μία έλλειψη ή μία απόρριψη στις σχέσεις του με τους άλλους. Στην περίπτωση της έλλειψης διακρίνει στους άλλους ένα είδος κομφορμισμού και επιφανειακότητας και η πλήξη προέρχεται από μία απογοήτευση για την αβάσταχτη ρηχότητα των ανθρώπινων σχέσεων.
Το πέπλο της υποκρισίας με το οποίο επιχειρείται να συγκαλυφθεί η ρηχότητα αυτή, όχι μόνο δεν αρκεί για να την εξαφανίσει, αλλά επιπλέον την καθιστά πιο δυσβάσταχτη, καθώς το πέπλο είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, απεχθές από αυτό που καλύπτει.
Στην περίπτωση της απόρριψης η πλήξη εκφράζει μία ανεπαίσθητη επιθετικότητα απέναντι στους άλλους, μία άρνηση στη συναισθηματική επαφή, αφού το άτομο θεωρεί ότι κάθε συναισθηματική επένδυση αποβαίνει εν τέλει μάταιη και δεν κάνει άλλο από το να φέρνει ξανά στο φως μια βαθιά έλλειψη αυθεντικότητας από την οποία πάσχει το ίδιο το είναι του Άλλου.
Έτσι, είτε πρόκειται για έλλειψη, είτε για απόρριψη, η πλήξη, είναι το αποτέλεσμα της αναγωγής του Άλλου σε ένα προϋπάρχον δίκτυο καθιερωμένων και επαναλαμβανόμενων συμβόλων με διασυνδέσεις γνωστές και μονότονες, που έχουν χάσει πλέον κάθε δυνατότητα να δημιουργούν στο άτομο περιέργεια, έκπληξη, φόβο ή έλξη προς την άγνωστη πλευρά του Άλλου.
Αυτό που χάνεται έτσι είναι η ίδια η διάθεση για ζωή, η ίδια η επιθυμία για ένα πρωτογενές άνοιγμα προς τον Άλλον. Το άνοιγμα αυτό προϋποθέτει μία ρήξη με το συνεχές της πλήξης. Αναδύεται τότε ένα αίσθημα ανοίκειου, που όμως μπορεί να συνυπάρχει με ένα αίσθημα οικειότητας και προστασίας.
Ο Άλλος μας είναι ταυτόχρονα γνωστός και άγνωστος και αυτό είναι ακριβώς που επανιδρύει την σχέση μας μαζί του κάνοντάς την ξανά ενδιαφέρουσα, υποσχόμενη και έως έναν τουλάχιστον βαθμό πρωτόγνωρη. Αντί ο Άλλος να προκαλεί τον θυμό και την αποστροφή εξαιτίας της ανυπόφορης κοινοτυπίας του, μας αποσπά από την πλήξη, καθώς μοιάζει να ικανοποιεί εκ νέου την επιθυμία μας για αυθεντικότητα.
Αναγνωρίζουμε σε αυτόν όχι πλέον ένα απονεκρωμένο ον, αλλά κάτι που είναι ουσιωδώς ζωντανό και που η επαφή μαζί του διεγείρει ξανά μέσα μας την ίδια την επιθυμία για ζωή. Δεν ξεφεύγουμε από την πλήξη παρά μόνο αν ανακαλύπτουμε εκ νέου, περιοδικά, την ετερότητα του Άλλου.
Αυτή η περιοδική επανανακάλυψη είναι η βασικότερη προϋπόθεση για την ζωτικότητα μίας σχέσης, αφού μόνο αυτή στρέφει την προσοχή μας στην αυθεντικότητα του Άλλου. Εδώ ακριβώς μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το αίσθημα του κενού που χαρακτηρίζει την πλήξη.
Το αίσθημα αυτό μπορεί χωρίς αμφιβολία να προέρχεται από την απουσία του Άλλου. Μπορεί όμως, επίσης, να προέρχεται και από την φορτική παρουσία ενός απονεκρωμένου και μονότονου Άλλου, μπροστά στον οποίο η επιθυμία μας χάνει κάθε δυνατότητα ικανοποίησης.
Ο Άλλος τότε μετατρέπεται σε αντικείμενο-γκάτζετ, το οποίο αναπαράγει διαρκώς την κενότητα που καλείται να αναπληρώσει. Η πλήξη εμφανίζεται έτσι ως το αποτέλεσμα της σχέσης μας με έναν αντικειμενοποιημένο, αδιάφορο για εμάς και εν τέλει αέναα υποκαταστάσιμο Άλλο, με τον οποίο δεν μπορεί να δημιουργηθεί πραγματικά μία ανθρώπινη επαφή, με όλη την ένταση, την περιέργεια και την επιθυμία που μπορεί να την χαρακτηρίζει.
Η πλήξη είναι έτσι η ένδειξη της πολιτογράφησής μας σε έναν κόσμο ανιαρών, άχρωμων και άοσμων αντικειμένων από τον οποίο απουσιάζει ο Άλλος ως ένα ον που μπορούμε πράγματι να επιθυμούμε με όλη την έξαψη που μπορεί να έχει μία τέτοια επιθυμία.
Έτσι, η πλήξη είναι το σύμπτωμα τόσο μίας στέρησης, όσο και μίας υπερφαγίας. Δεν πλήττω κατ’ ανάγκην μόνο όταν είμαι μόνος, αλλά επίσης όταν περιτριγυρίζομαι από αντικείμενα, κανένα από τα οποία δεν μου φαίνεται ικανό να γίνει η αφορμή ενός αναζωογονητικού μετασχηματισμού του ίδιου μου του εαυτού.
Η έξοδος από την πλήξη προϋποθέτει την απροσδόκητη συνάντηση, εκπληκτική και αναπάντεχη, της βαθιάς μου πείνας για έναν τέτοιο μετασχηματισμό με ένα ον που αναδύεται μέσα από την πληθώρα των ίδιων απαράλλαχτων αντικειμένων και μοιάζει να με καλεί να αλλάξω και να αλλάξουμε μαζί.
Τότε είναι που επιτέλους εγκαταλείπω την επικράτεια του ίδιου, της επανάληψης, και μπαίνω, νιώθοντας μετά από καιρό ξανά ζωντανός, στην γοητευτική επικράτεια του Άλλου, της μετασχηματιστικής διαφοράς.
Μία τέτοια εμπειρία μπορεί να είναι πραγματικά απελευθερωτική: μας επιτρέπει να περάσουμε από τον κόσμο της υποκρισίας στον κόσμο της αγνότητας. Και δεν εννοούμε εδώ την αγνότητα με μία στενά θρησκευτική ή ηθική έννοια. Μία τέτοια αγνότητα θα ήταν στην πραγματικότητα ένα ακόμη από τα πρόσωπα της υποκρισίας.
Δεν πρόκειται επίσης για την αγνότητα ως αυτάρεσκη συμμόρφωση προς ένα σύνολο εξωτερικών κανόνων. Αλλά πρόκειται για την αγνότητα που καταφάσκει ανεπιφύλαχτα στην σχέση με τον ενίοτε οικείο και άλλοτε ανοίκειο Άλλον.
Η Μάρω Μπέλλου είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Κατά την κλινική της πρακτική ακολουθεί την αυτοσχεδιαστική μέθοδο. Έχει λάβει ειδίκευση στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, έχει εμβαθύνει με διατριβή στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην Ψυχανάλυση.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο: «Ο γκατζετ-Eros: ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
(Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε: http://www.marobellou.gr/el/)