Ως εμμηνόπαυση ορίζεται η χρονική περίοδος στη ζωή της γυναίκας που χαρακτηρίζεται από τη διακοπή της λειτουργίας των ωοθηκών. Το φαινόμενο αυτό εξελίσσεται σταδιακά και αρχίζει, σύμφωνα με επιδημιολογικά δεδομένα, από ηλικία 35 – 40 ετών, με τελική έκφραση στο τέλος της 4ης με αρχές τη 5ης δεκαετίας της ζωής.
Η κλινική εικόνα της λειτουργικής ανεπάρκειας των ωοθηκών εκφράζεται με διακοπή της περιόδου για τουλάχιστον 12 μήνες. Οργανικά χαρακτηρίζεται από τη μείωση των επιπέδων οιστρογόνων και προγεστερόνης από τις ωοθήκες και αντισταθμιστική αύξηση των γοναδοτροφικών, LH-ωχρινοτρόπου και FSH-θυλακοπόλου ιοτρόπου ορμόνης από την υπόφυση.
Στα πρώτα 2-3 χρόνια κατά τα οποία επέρχονται οι παραπάνω ορμονικές μεταβολές παρατηρούνται εφιδρώσεις, ιδίως τη νύχτα, αίσθημα παλμών, εναλλαγή θερμού και ψυχρού, οι γνωστές εξάψεις, αϋπνίες, αλλαγές στο θυμικό, όπως ευερεθιστότητα, άγχος, μείωση της διάθεσης μέχρι και κατάθλιψη. Από το ουρογεννητικό σύστημα παρατηρούνται συχνά ουρολοιμώξεις-κυστίτιδες καθώς και, πιο σπάνια, άλγος κατά τη διάρκεια της συνουσίας – δυσπαρευνία.
Επιπλέον, αυξάνεται ο κίνδυνος για διάφορες χρόνιες διαταραχές, όπως οστεοπόρωση, νοσήματα από το καρδιοαγγειακό, μείωση της προσοχής. Στις περιπτώσεις που η παραπάνω κλινική εικόνα είναι έντονη και προκαλεί προβλήματα στην καθημερινή ζωή της γυναίκας, ονομάζεται περιεμμηνοπαυσιακό σύνδρομο.
Ως περιεμμηνόπαυση ορίζεται το διάστημα κατά το οποίο αρχίζουν οι μεταβολικές και λειτουργικές διαταραχές στην ανάπτυξη και λειτουργία των ωοθηλακών και του ωχρού σωματίου. Προοδευτικά εξελίσσεται σε κατάργηση της ωοθυλακιωορρηξίας, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη προγεστερόνης και διαταραχές στην έκκριση των οιστρογόνων. Η αρχική εκδήλωση της μείωσης της ωοθηκικής λειτουργίας είναι η σταδιακή αύξηση των γοναδοτροφινώντου πλάσματος με κύριο εκπρόσωπο τη FSH -θυλακιοτρόπο ορμόνη, τη 2η ημέρα της περιόδου.
Η χρονική περίοδος από την εισαγωγή στην περιεμμηνόπαυση μέχρι την εξέλιξη της στην πλήρη ωοθηκική ανεπάρκεια διαφέρει στο γυναικείο πληθυσμό. Η κατάλληλη χρονική στιγμή της κλινικής αξιολόγησης και δυνητικά χορήγησης θεραπευτικών σχημάτων είναι πρακτικά η χρονική στιγμή εμφάνισης της περιεμμηνοπαυσιακής συμπτωματολογίας. Τα πιο κοινά συμπτώματα που εμφανίζονται είναι αγγειοκινητικές διαταραχές, αστάθεια στη διάθεση , ελάττωση της libido , αϋπνίες, ακράτεια ούρων , διαταραχές της περιοδικότητας της εμμήνου ρύσεως , που χαρακτηρίζεται από μικρότερους κύκλους.
-
Ορμονικοί προσδιορισμοί – Εξετάσεις ελέγχου
Η μέτρηση των επιπέδων των γοναδοτροφινών, και ειδικά της FSH – θυλακιοτρόπου ορμόνης, αποτελεί τον πιο ευαίσθητο δείκτη για την έναρξη της εμμηνόπαυσης. Σε γυναίκες που συνεχίζουν έμμηνο ρύση, κυκλικά ή όχι, τιμή της FSH τη 2η & 3η ημέρα της εμμήνου ρύσεως πάνω από 10 με 12 μIU/ml θεωρείται ενδεικτικό σημείο ελάττωσης της λειτουργικότητας της ωοθήκης. (Στην εγκατεστημένη εμμηνόπαυση τα επίπεδα της FSH αυξάνονται περαιτέρω και είναι συνήθως πάνω από 10 μIU/ml.)
Προσεκτική αξιολόγηση χρειάζονται γυναίκες που βρίσκονται στην περιεμμηνόπαυση και λαμβάνουν αντισυλληπτικά, οπότε οι γοναδοτροφίνες είναι συνήθως κατασταλμένες. Η πιθανότητα σύλληψης σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να εξετάζεται μετά τη διακοπή των ορμονικών σκευασμάτων για αρκετές εβδομάδες ή και μήνες. Ωστόσο, αύξηση των επιπέδων της FSH με μείωση των οιστρογόνων καθιστά τη γονιμότητα πρακτικά ανέφικτη.
Επιπλέον , σε γυναίκες που βρίσκονται σε περιεμμηνοπαυσιακή ηλικία με σημεία οιστρογονικής ανεπάρκειας και φυσιολογικά ή και χαμηλά επίπεδα γοναδοτροφινών, η μέτρηση της προλακτίνης κρίνεται απαραίτητη λόγω της πιθανότητας καταστολής των γοναδοτροφινών από τυχόν αύξησή της. Ο έλεγχος επίσης της θυρεοειδικής λειτουργίας είναι χρήσιμος, λόγω της αυξημένης πιθανότητας υποθυρεοειδισμού σ’αυτή την ηλικία.
Εξετάσεις περιοδικού ελέγχου:
1) Μέτρηση οστικής πυκνότητας
Η μεταεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση αποτελεί σοβαρό παράγοντα κινδύνου στο γενικό πληθυσμό. Σύμφωνα με προοπτικές μελέτες έχει βρεθεί ότι 30%-50% των γυναικών θα παρουσιάσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους κάταγμα, με την αντίστοιχη νοσηρότητα που αυτό προκαλεί. Η οιστρογονική ανεπάρκεια αποτελεί τον κύριο αιτιοπαθογενετικό παράγοντα για την εμφάνιση της μεταεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης. Τα οστεοπορωτικά κατάγματα σχετίζονται με σοβαρές επιπλοκές και αλλαγές στον τρόπο ζωής. Η πιθανότητα κατάγματος αυξάνεται ανεξάρτητα από την ηλικία.
2) Εξέταση τραχηλικού επιχρίσματος – τεστ Παπανικολάου
Κρίνεται απαραίτητη εξέταση ανά έτος, λόγω της ευαισθησίας της μεθόδου στην πιστοποίηση εναλλαγών σε πρώιμο στάδιο – in situ.
Σημαντική αλλαγή είναι η ατροφία λέπτυνση που παρατηρείται στα τοιχώματα του κόλπου, λόγω της μείωσης των οιστρογόνων, που προκαλεί κλινικά δυσπαρευνία.
3) Μαστογραφία
Κλινικά δεδομένα για τον καρκίνο του μαστού: Σύμφωνα με κλινικές μελέτες, 75% των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού εμφανίζονται σε γυναίκες με ελεύθερο οικογενειακό ιστορικό και χωρίς κανένα επιβαρυντικό παράγοντα. Ωστόσο, η μεγαλύτερη διάρκεια έκθεσης σε οιστρογονικό περιβάλλον καθώς και η έναρξη περιόδου πριν από την ηλικία των 12 ετών σχετίζονται θετικά με αυξημένη συχνότητα της νόσου.
Επιπλέον, αύξηση της συχνότητας παρουσιάζουν και οι γυναίκες που δεν έχουν τεκνοποιήσει ή όταν η πρώτη εγκυμοσύνη συμβαίνει σε ηλικία 35 ετών και αργότερα. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης όταν χορηγείται για αρκετά έτη αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού καθώς και την εμφάνιση εμφρακτών στα αγγεία, καρδιαγγειακής νόσου και νοσημάτων των χοληφόρων.
4)Έλεγχος λιπιδαιμικού προφίλ – καρδιαγγειακός κίνδυνος
Σε σχέση με τον ανδρικό πληθυσμό, οι περισσότερες γυναίκες πριν από την εμμηνόπαυση φαίνεται να παρουσιάζουν μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, καρδιακής ανακοπής και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Με την πάροδο της ηλικίας, όμως η πιθανότητα καρδιαγγειακού συμβάματος αυξάνεται. Επιπλέον, παρατηρείται σημαντική αύξηση καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε γυναίκες με πρόωρη τεχνητή εμμηνόπαυση λόγω χειρουργικής αφαίρεσης μήτρας και εξαρτημάτων σε σχέση με την ηλικία φυσικής εμφάνισής της.
Τα αίτια για την χαμηλότερη συχνότητα στεφανιαίων και αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας δεν έχουν πλήρως διευκρινιστεί. Ωστόσο, η πτώση των φυσικών οιστρογόνων κατά την εμμηνόπαυση είναι δυνατό να συμβάλλει στην παρατηρούμενη αύξηση.
Σύμφωνα με αποτελέσματα από πρόσφατες κλινικές μελέτες, ο οργανισμός φαρμάκων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν συνιστά τη χορήγηση ορμονικών σκευασμάτων υποκατάστασης με ένδειξη την μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
5) Υπερηχογράφημα μήτρας – ωοθηκών
Σε περιπτώσεις σταγονοειδούς αιμορραγίας καθώς και σε παρουσία αίματος εκτός της εμμήνου ρύσεως, ο απεικονιστικός έλεγχος κρίνεται απαραίτητος.
Συμπερασματικά, είναι απαράιτητη η λεπτομερής καταγραφή μιας πλειάδας ατομικών στοιχείων για κάθε γυναίκα που μπαίνει στην περίοδο της εμμηνόπαυσης, όπου η προσεκτική αξιολόγησή τους από τον κλινικό γιατρό θα οδηγήσει στην εξατομικευμένη επιλογή του φαρμακευτικού σχήματος για την προληπτική αλλά και άμεσα θεραπευτική αντιμετώπισής τους.
(Πηγή: http://www.peristeris.gr/)
Το άρθρο υπογράφει ο Γιάννης Περιστέρης – Mαιευτήρας / Xειρουργός / Γυναικολόγος. Ο Dr. Γιάννης Περιστέρης ασχολείται κυρίως με θέματα υπογονιμότητας, εξωσωματικής γονιμοποίησης, λαπαροσκοπικής χειρουργικής αλλά και με τον προγεννητικό έλεγχο.
(Περισσότερες πληροφορίες για τον ιατρό θα βρείτε εδώ: http://bit.ly/2B0JwhM)
Στοιχεία επικοινωνίας: