Η πορνογραφία είναι ερεθιστική επειδή…

Ένα από τα σύμπαντα σεξουαλικής κατανάλωσης είναι η πορνογραφία. Και ειδικά εκεί που η τεχνολογία ανθεί. Πλέον δεν χρειάζεται κανείς να ψάξει στο περίπτερο με τα περιοδικά, ούτε να πάει σε κάποιο βίντεο κλαμπ ή σε στριπτιτζάδικο. Δεν χρειάζεται να τρέξει κάπου να την δει, αφού την έχει ολότελα μπροστά στην οθόνη του.

Την πορνογραφία την συναντά κανείς πολύ εύκολα – πλέον είναι διαδεδομένη περισσότερο από ποτέ. Η εύκολη πρόσβαση σε αυτήν είναι εκείνη που μπορεί να την κάνει άκρως εθιστική. Εθιστική η πορνογραφία, καθώς προσποιείται πως είναι άκρως ερεθιστική. Τόσο, που εξοβελίζει αυτόν που βλέπει την τσόντα πίσω από την οθόνη.

Για να υπάρχει σεξουαλικότητα, χρειάζεται να ενεργοποιηθούν τα σώματα. Όμως υπάρχει ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Τα σώματα δεν μπορούν να ενεργοποιηθούν ερωτικά έτσι από μόνα τους. Για να ερωτικοποιηθεί η σάρκα, χρειάζεται η συνδρομή της φαντασίωσης. Για να συναντήσω το σώμα του άλλου, αναζητώ κάτι που να με διεγείρει σε αυτόν. Το διεγερτικό κρίνεται απαραίτητο, γιατί δεν υπάρχει ωμή διέγερση.

“Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα σώματα είναι η φαντασίωση και χρειάζεται να υπάρχει ερωτισμός…”

Η φαντασίωση έχει ένα εξαιρετικά μεγάλο πλεονέκτημα…

μπορεί να τυποποιηθεί και να προσφερθεί σε εμπορική συσκευασία. Γι’ αυτό και στη δεξαμενή των φαντασιώσεων η πορνογραφία έχει το μερίδιό της. Θέτει στη διάθεση του θεατή δάνειες – προκάτ φαντασιώσεις – που τυποποιούν τις ερωτικές συμπεριφορές και προσφέρουν την τεχνογνωσία, υποδεικνύοντας, ειδικά στον αντρικό πληθυσμό, πώς να χειριστεί το σώμα του παρτενέρ, προκειμένου να αντλήσει τη μέγιστη απόλαυση.

Από την άλλη, οι άνθρωποι με κάποιο τρόπο ανέκαθεν καταλάβαιναν πώς να κάνουν σεξ. Οπότε γιατί χρειάζεται να τους το δείξει κάποιος; Από την άλλη, σε μία εποχή δημόσιας σεξουαλικότητας, αφού μπορεί κάποιος, γιατί να μην πάρει μάτι; Καθώς η τέρψη του οφθαλμού σερβίρεται κατευθείαν στο πιάτο, δεν γίνεται να μην δοκιμάσει από αυτήν. Αλλά και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να την αποφύγει, γιατί την πορνογραφία πλέον την συναντά κανείς οπουδήποτε.

Στην πορνογραφική εικόνα – κατά τον Μποντριγιάρ – συναντά κανείς κάποια μοτίβα. Ένα – πρώτο μοτίβο – είναι η ταχύτητα. Είναι σαν ο θεατής να μπαίνει σε μία τσουλήθρα και ρίχνεται κατευθείαν στη σεξουαλική σκηνή. Ένας διάλογος πέντε δευτερολέπτων αρκεί, για να αρχίσει το ξεκούμπωμα του παντελονιού. Την πορνογραφία την παρακολουθεί κανείς σε σύντομες δόσεις, αρκεί να υπάρχει διέγερση.

  • Ένα άλλο μοτίβο είναι ο φωτισμός…

Όλα βγαίνουν στη φόρα, γι’ αυτό πρέπει κάποιος να τα βλέπει δια γυμνού οφθαλμού. Ο φωτισμός είναι που κάνει τη διαφορά μεταξύ πορνογραφίας και ερωτισμού. Πρέπει όλα να φωτίζονται, να μην μπορεί να ξεφύγει τίποτα από το μάτι. Γι’ αυτό και τα σώματα πρέπει να είναι τελείως ξυρισμένα, διότι η τρίχα ρίχνει σκιά στην εικόνα.

  • Ένα άλλο μοτίβο είναι η κοντινότητα…

Τα πάντα κανείς στην πορνογραφία τα βλέπει από πολύ κοντά, εξού και ο καταιγισμός από αλλεπάλληλα γκρο-πλαν. «Στην πραγματικότητα κανείς δεν έχει δει τα όργανά του επί τω έργω, για καλή του τύχη. Όλο αυτό το κοντινό κάνει το σεξ υπερβολικά αληθινό. Είναι το σεξ σε υψηλή πιστότητα, με το νι και με το σίγμα».  

Η πορνογραφία εξημερώνει τη φαντασίωση, προσπαθώντας να δώσει μία εικονογράφηση του ριζικά αόρατου μέσα από παιχνίδια ρόλων, ρίχνοντας φως σε κάποιες τροπικότητες μεταξύ του αρσενικού και του θηλυκού. Μία τροπικότητα είναι αυτή του φιλήδονου θηλυκού που είναι έτοιμο για όλα…

«Εκστατικές γυναίκες, που κλαυθμηρίζουν, ασθμαίνουν και ριγούν μέσα στη σεξουαλικότητά τους, αλλά πάντα κάτω από την επιβολή του φαλλού». Γυναικείες περσόνες που προσποιούνται πάνω από όλα τη διέγερση. Αυτό δεν είναι άλλωστε το επάγγελμα της πορνοστάρ; Είναι σαν να εκστομεί «Κάνε με ό,τι γουστάρεις, απόλαυσέ με με τον πιο διεστραμμένο τρόπο». Είναι πρόθυμη να του παραδοθεί άνευ όρων, εκλιπαρώντας τις δικές του ορέξεις να προχωρήσουν σε απρόσκοπτη έφοδο πάνω στο σώμα της.

Από την πλευρά του αρσενικού…

πρόκειται για τη φιγούρα του σιωπηλού ενορχηστρωτή όσων λαμβάνουν χώρα. Είναι αυτός που στήνει το σκηνικό καρέ-καρέ, για να δώσει σάρκα και οστά στην τυποποιημένη φαντασίωσή του. Είναι ο άντρας ο κούνελος, ο σκληρός εργάτης, η επιδέξια μηχανή του σεξ, που δίχως στάλα ιδρώτα αυτοθαυμάζεται για τις αθλητικές της επιδόσεις. Διαθέτει πάντα ένα προικισμένο πέος σε πλήρη ανόρθωση. Και όσο διατηρεί ακούραστα την όρθια ερεθισμένη φύση του, τόσο μεγαλύτερη είναι η υπεροχή του. Και φυσικά είναι περήφανος για τον εαυτό του, γιατί κατέκτησε ένα ακόμη σεξουαλικό αντικείμενο που κάνει γονυκλισίες μπροστά στο φαλλικό αυτό τρόπαιο. Είναι το σενάριο που του προσθέτει την επιβεβαίωση ότι «μέσα σε κάθε παρθένα κρύβεται μία πόρνη που περιμένει να εκδηλωθεί».

Αυτή η ασυγκράτητη έξαψη που καταφέρνει να εξορύξει από το γυναικείο σώμα φέρει και ένα υπόγειο αντίτιμο. Γιατί «το πλάσμα που μπορεί να εκστασιαστεί μέσα σε όλη τη φρενίτιδά του μπορεί να έχει κάποιες απαιτήσεις που πρέπει να εκπληρωθούν». Βέβαια στην πορνογραφία δεν καραδοκεί ποτέ μία τέτοια αποτυχία. Στην πορνογραφία υπάρχουν μόνο βεβαιότητες. Βρισκόμαστε σε ένα σύμπαν οργάνωσης της σεξουαλικότητας όπου όλα δουλεύουν ρολόι. Είναι εκεί όπου δεν τίθεται καν το ερώτημα για τη συναίνεση της γυναίκας σε αυτό το όργιο. «Καμία αβεβαιότητα από την πλευρά της γυναίκας, κανένα μυστικό, εδώ αρχίζει η ριζική χυδαιότητα».

Και πού βρίσκεται η σαγήνη μέσα σε όλα αυτά, όταν θάβεται η αβεβαιότητα γύρω από την επιθυμία της γυναίκας; Η γυναίκα εικονογραφείται κατατεμαχισμένη από τα αλλεπάλληλα γκρο-πλαν σε μία συρραφή από ερωτογόνες ζώνες. Ίσως για αυτό η δίχως μέτρο οφθαλμολαγνεία συχνά προκαλεί ανία. Μετά από ατέρμονη περιήγηση στο διαδίκτυο, το τελετουργικό καταντά ολίγον τι βαρετό. Και παρότι βαρετό, το εισερχόμενο πορνό υλικό γίνεται άκρως εθιστικό. Η κατανάλωση διεγερτικών εικόνων γίνεται όλο και πιο επίμονη. Αλλά όσο πορνό κι αν παρακολουθήσει ο χρήστης, μπορεί να έχει μεν μία ιδέα για την τεχνογνωσία, αλλά θα εξακολουθεί πάντα να του διαφεύγει το ερώτημα σε σχέση με την επιθυμία του άλλου, εκεί όπου το πράγμα παραμένει άγριο, ατίθασο.

Η πορνογραφία είναι φιλική προς τον χρήστη, αφού μέσω αυτής μπορεί και αυτοεξυπηρετείται, κοινώς ξεχαρμανιάζει. Πέρα από την τεχνική επιμόρφωση, προσφέρει έναν πλοηγό για την επιδέξια τέλεση του αυνανισμού. Όμως «δεν μπορεί να πει κανείς ότι το να κάνεις σεξ είναι καλύτερο από τον αυνανισμό, παρά μόνο όταν είναι καλύτερο για κάποιους συγκεκριμένους λόγους».

Παρ’ όλα αυτά, το ζητούμενο είναι να μην συναντήσω την επιθυμία του παρτενέρ, γι’ αυτό όλο και περισσότερο σκοπός γίνεται ο αυνανισμός. Και στην πορνογραφία το μέσο για τον σκοπό αυτόν δεν είναι παρά τυποποιημένες προκάτ φαντασιώσεις. Η πορνογραφία προσφέρει έναν λεπτομερή χάρτη “εργαλειοποιημένων φαντασιώσεων” μέσω των οποίων δραπετεύει κανείς από το σεξ. Είναι μάλλον φόβος για σεξ παρά σεξ. Είναι το σεξ εξ απόστασης, αυτό το σεξ πίσω από την οθόνη. Είναι το ασφαλές σεξ, που με απαλλάσσει από το ρίσκο να αναρωτηθώ για την επιθυμία του παρτενέρ μου. Πρόκειται για ένα είδος στο οποίο η ζωή σπανίως μιμείται την τέχνη.

«Η πορνογραφία είναι ο ερωτισμός των άλλων.»

 Αντρέ Μπρετόν

 

Η Μάρω Μπέλλου είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Κατά την κλινική της πρακτική ακολουθεί την αυτοσχεδιαστική μέθοδο. Έχει λάβει ειδίκευση στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, έχει εμβαθύνει με διατριβή στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην Ψυχανάλυση. 

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο: «Ο γκατζετ-Eros: ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.

(1160)