*Γράφει η δρ. Σταματούλα Τσικρικά, Πνευμονολόγος – Φυματιολόγος και Πρόεδρος της Ένωσης Πνευμονολόγων Ελλάδας

Ένα από τα πιο συχνά κλινικά συμπτώματα του αναπνευστικού συστήματος είναι ο βήχας, που τώρα, τους χειμερινούς μήνες, δύναται όχι μόνο να ταλαιπωρήσει σημαντικά, αλλά και να επιδεινώσει την ποιότητα της ζωής των ασθενών. Έχει καταγραφεί ως ένα από συνηθέστερα αίτια αναζήτησης ιατρικής φροντίδας από  τους επαγγελματίες υγείας σε δομές  Πρωτοβάθμιας Φροντίδας, με τον καταγραφόμενο επιπολασμό σε Ευρώπη και ΗΠΑ να κυμαίνεται από 9–33% στον γενικό πληθυσμό. Επιπρόσθετα, ο σοβαρός και επίμονος βήχας δύναται να επηρεάσει σημαντικά την καθημερινότητα, αφού έχει σχετιστεί με κοινωνική αμηχανία, ακράτεια ούρων, διαταραχές ύπνου και, σπανιότερα, με άγχος και κατάθλιψη ή ακόμα και συγκοπτικά επεισόδια. 

Στην πραγματικότητα, βήχας ονομάζεται ο εφεδρικός ισχυρότατος καθαριστικός μηχανισμός, δηλαδή το βίαιο, ισχυρό εκπνευστικό, αλλά συνάμα και τόσο προστατευτικό αντανακλαστικό των αεραγωγών, που στοχεύει στην κάθαρση, αφαίρεση και την απομάκρυνση πιθανών ξένων σωμάτων, ερεθιστικών ουσιών, καθώς και βλεννωδών εκκρίσεων.

Αποτελεί μια από τις σημαντικότερες οδούς μετάδοσης κυρίως αναπνευστικών νοσημάτων, μέσω σταγονιδίων ή αερογενώς, όπως για παράδειγμα η εποχική γρίπη, το κοινό κρυολόγημα, η λοίμωξη covid-19, η πνευμονική φυματίωση και άλλα.

Δύναται να εμφανιστεί οποιαδήποτε χρονική στιγμή μέσα στο έτος, αλλά τις περισσότερες φορές διαπιστώνεται με την πτώση της θερμοκρασίας και τον συγχρωτισμό σε μη αεριζόμενους κλειστούς χώρους. Ο οξύς βήχας συνήθως ορίζεται σε χρονική διάρκεια μικρότερης των τριών εβδομάδων, είναι αυτοπεριοριζόμενος μετά το πέρας της αρχικής φάσης της λοίμωξης και οφείλεται σε λοιμώξεις τόσο του ανώτερου όσο και του κατώτερου αναπνευστικού.

Τους χειμερινούς μήνες, μετά από μια ιογενή λοίμωξη του αναπνευστικού, ενδέχεται να παραμείνει επί μακρόν ένας ξηρός ή παραγωγικός βήχας που πιθανά να απαιτεί λήψη κάποιου εισπνεόμενου φαρμακευτικού σκευάσματος.

Ο χρόνιος βήχας χαρακτηρίζεται ως επίμονος και δεν είναι πάντα εύκολο να ταυτοποιηθεί η αιτία προέλευσής του, λόγω της εμπλοκής και συνέργειας πολλαπλών και διαφορετικών μηχανισμών του ανθρώπινου σώματος, με αποτέλεσμα τη λήψη πολλών και διαφορετικών θεραπειών ειδικά αν καθυστερεί η αποδρομή και ίαση.

Στη διαφοροδιάγνωσή του εμπλέκονται παθήσεις όπως η ΧΑΠ, το βρογχικό άσθμα, το κάπνισμα οι νεοπλασίες αναπνευστικού, οι παθήσεις των ανώτερων αεραγωγών, η  συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια,  η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, οι περιβαντολλογικοί παράγοντες, η λήψη συγκεκριμένων φαρμακευτικών σκευασμάτων, τα ψυχογενή αίτια, αλλά και μια μακροσκελής λίστα αιτίων που απαιτούν λεπτομερή ατομικό ιστορικό και κλινικοεργαστηριακή εξέταση.

Σε κάθε περίπτωση, ο πάσχοντας δεν θα πρέπει να πειραματίζεται και να συμβουλεύεται μη ειδικούς επιστήμονες ή τον «ιατρό» του ίντερνετ ή των λοιπών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά να επισκεφθεί και να ενημερωθεί από έναν Πνευμονολόγο-Φυματιολόγο ως τον πλέον ειδικό επιστήμονα για τους πνεύμονες.