Πολύ συχνά, το αίσθημα της θλίψης συγχέεται με την κατάθλιψη. Όμως, η ύπαρξή του δεν είναι αρκετή για να πούμε ότι το άτομο βρίσκεται σε κατάθλιψη.
Για αυτό, θα χρειαστεί να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ της φυσιολογικής θλίψης που υπάρχει στο πένθος και της θλίψης που προέρχεται από την μελαγχολία. O Φρόιντ στο κείμενό του «Πένθος και Μελαγχολία» περιγράφει αυτές τις συναισθηματικές καταστάσεις που μοιάζουν παρόμοιες, όμως στην ουσία τους είναι αρκετά διαφορετικές. Για αυτό το λόγο, είναι σκόπιμο να γίνει μία περιγραφή αυτών των διαφορετικών συναισθηματικών καταστάσεων προς αποφυγή παρεξηγήσεων.
Το πένθος κατά κανόνα είναι η αντίδραση μπροστά σε μία απώλεια. Η απώλεια μπορεί να είναι είτε πραγματική (π.χ. θάνατος αγαπημένου προσώπου) είτε συμβολική (π.χ. χωρισμός, απώλεια εργασίας, κτλ). Η θλίψη που προκαλείται από μία απώλεια εξασθενίζει το ενδιαφέρον για τις συνήθεις απολαύσεις και το προσηλώνει σε ό,τι δεν είναι πια παρόν.
Ο άνθρωπος που πενθεί αποσύρεται από οποιαδήποτε ενεργητική δραστηριότητα. Αποφεύγει να αγαπήσει οτιδήποτε άλλο από αυτό που έχει χάσει. Όλη του η ενέργεια κατευθύνεται στο να θρηνήσει για το χαμένο του αντικείμενο. Χρειάζεται χώρο και χρόνο για να μπορεί να επανατοποθετηθεί στην ζωή με την απώλεια που βιώνει.
Με την ολοκλήρωση του πένθους «το Εγώ είναι πάλι ελεύθερο από αναστολές» και στη συνέχεια η ζωή του ατόμου αρχίζει και επανακτά σταδιακά το χαμένο της ενδιαφέρον. Η μελαγχολία δανείζεται ένα μέρος των χαρακτηριστικών της από το πένθος, όμως υπάρχει μία σημαντική διαφορά – η «διαταραχή του αισθήματος της αυτοεκτίμησης».
Σε αυτήν την περίπτωση, υπάρχει «βαθιά ψυχική οδύνη, αδιαφορία για τον εξωτερικό κόσμο», όπως συμβαίνει και στο πένθος, όμως εδώ το άτομο είναι επιπλέον δυσαρεστημένο με τον εαυτό του, τον θεωρεί ηθικά αξιοκαταφρόνητο και αναμένει με κάποιο τρόπο να τιμωρηθεί.
Σε αυτήν την περίπτωση…
η θλίψη τον καθηλώνει στο ίδιο σημείο. Δεν κάνει απλά τον κύκλο της, όπως στο πένθος, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει αργότερα. Υπάρχει συναισθηματική στασιμότητα και προσκόλληση.
- Ο άνθρωπος που βιώνει μελαγχολία κατευθύνει το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών του συναισθημάτων μακριά από του άλλους, το στρέφει ενάντια στον εαυτό του:
«Αυτοταπεινώνεται μπροστά σε κάθε άλλον και λυπάται για κάθε δικό του άνθρωπο που συνδέεται με ένα τόσο ανάξιο άτομο».
Έτσι, τόσο στο πένθος όσο και στην μελαγχολία το άτομο βιώνει μεγάλη ψυχική οδύνη και χάνει το ενδιαφέρον του για τον κόσμο, υπάρχει όμως μία βασική διαφορά στο πένθος δεν υπάρχει απώλεια της αυτοεκτίμησης του ατόμου.
«Ο μελαγχολικός έχει μία εξαιρετικά μεγάλη υποβίβαση του Εγώ του, ένα ασυνήθιστο φτώχεμα του Εγώ. Στο πένθος, ο κόσμος έχει γίνει φτωχός και κενός περιεχομένου, στην μελαγχολία έχει φτωχύνει και αδειάσει το ίδιο το Εγώ».
Το στοιχείο που κάνει την διαφορά είναι ότι στις φυσιολογικές αντιδράσεις θλίψης ενός ατόμου, ο εξωτερικός κόσμος βιώνεται ως συρρικνωμένος. Από την άλλη, στις καταθλιπτικές καταστάσεις αυτό που βιώνεται ως χαμένο ή κατεστραμμένο είναι ένα τμήμα του εαυτού.
Η Μάρω Μπέλλου είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Κατά την κλινική της πρακτική ακολουθεί την αυτοσχεδιαστική μέθοδο. Έχει λάβει ειδίκευση στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, έχει εμβαθύνει με διατριβή στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην Ψυχανάλυση.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο: «Ο γκατζετ-Eros: ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
(Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε: http://www.marobellou.gr/el/)