Ποιο είναι το ψυχολογικό αποτύπωμα της κλιματικής αλλαγή στην ψυχοσύνθεση των ατόμων και με πόσους και ποιους διαφορετικούς τρόπους μας επηρεάζει; O κύριος Χρίστος Χ. Λιάπης Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών εξηγεί στο ygeiamou
ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΙΑΠΗΣ
Ψυχίατρος
Η κλιματική αλλαγή μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία τόσο απευθείας, όσο και με έμμεσο τρόπο. Η άμεση αρνητική της επίδραση συντελείται μέσω της έκθεσης ατόμων και κοινωνιών σε τραυματικές εμπειρίες που σχετίζονται με την αυξημένη θερμοκρασία, την υγρασία, τις σφοδρές βροχοπτώσεις ή την παρατεταμένη ξηρασία, τις μεγα-πυρκαγιές και τις πλημμύρες. Οι εμπειρίες αυτές έχουν συσχετισθεί με ψυχολογική δυσφορία, επιδείνωση της ψυχικής υγείας και αυξημένη θνησιμότητα σε πληθυσμούς όπου προϋπάρχουν ψυχιατρικές καταστάσεις, καθώς και με αυξημένο αριθμό ψυχιατρικών νοσηλειών και ποσοστών αυτοκτονίας.
Αξιοσημείωτος είναι όμως και ο έμμεσος αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής στην ψυχική υγεία, όπως αυτός εκδηλώνεται μέσω της επίδρασης των ακραίων κλιματικών αλλαγών και φαινομένων τόσο στη «φυσική» υγεία προσώπων (καθώς επί παραδείγματι, σε ότι αφορά στη σωματική υγεία ατόμων, η έκθεση στην υπερβολική ζέστη προκαλεί θερμική εξάντληση σε ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, επιφέροντας και νευροψυχιατρικά συμπτώματα), όσο και στην ευζωία της κοινότητας. Στο επίπεδο, μάλιστα, αυτό της κοινοτικής ευζωίας διακρίνεται μία επί μέρους διαδικασία κατά την οποία η κλιματική αλλαγή διαβρώνει το φυσικό περιβάλλον με αποτέλεσμα τη συνεπακόλουθη καταστροφή και του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες και περιοχές, ιδιαίτερα στις χαμηλού εισοδήματος χώρες, επηρεάζονται δυσμενώς, σφοδρότερα και ειδικότερα. Για αυτό και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε όλες τις βιολογικές υπάρξεις που εκτίθενται σε αυτήν αλλά και στις ευάλωτες ανθρώπινες κοινωνίες αποτελούν εντεινόμενο και διαρκές πεδίο ενδιαφέροντος της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας, με την εκδήλωση επιθετικών συμπεριφορών ή απελπισίας για την απώλεια του συνηθισμένου φυσικού τοπίου να επαληθεύουν τον δυσμενή αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής σε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και με ένα ανάπτυγμα διαφόρων τύπων απειλών για τη Δημόσια Υγεία.
Πράγματι, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει ποικίλες πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες είναι άμεσα εκτεθειμένες και περισσότερο ευάλωτες σε αυτήν με βάσει τις γεωγραφικές τους συνθήκες αλλά και την έλλειψη πρόσβασης σε επαρκείς πόρους, πληροφορίες και μέσα προστασίας.
Με τα αποτελέσματα, λοιπόν, της κλιματικής αλλαγής να διακρίνονται εξ ορισμού σε άμεσα και έμμεσα, αλλά και σε βραχυχρόνια και μακροχρόνια, κατανοούμε πως τα οξέα -συνδεόμενα με αυτήν- μετεωρολογικά συμβάντα επιδρούν στην ψυχική μας υγεία μέσω μηχανισμών που προσομοιάζουν στην παθοφυσιολογία του τραυματικού stress (μιλούμε δηλαδή για μια παθολογία ανάλογη της Οξείας Αντίδρασης στο Stress), ενώ η διαρκής έκθεση σε ακραία ή παρατεταμένα καιρικά φαινόμενα και γεγονότα που συνδέονται με αυτά, μπορεί να επιφέρει συνέπειες οι οποίες εκδηλώνονται σε δεύτερο χρόνο, περιλαμβάνοντας τη ΔΜΤΣ ή ακόμη και τη διαγενεακή μετάδοση του τραύματος.
Από αυτήν τη σκοπιά ανάλυσης, σε αρκετές ερευνητικές μελέτες, έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται και να χρησιμοποιούνται καινοφανείς επιστημονικοί όροι όπως οικο-ανησυχία (ecoanxiety), οικο-ενοχή (ecoguilt), οικο-ψυχολογία (ecopsychology), οικολογική θλίψη (ecological grief), βιοσφαιρική ανησυχία (biospheric concern – αν και ο όρος «βιόσφαιρα» είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Άλβιν Τόφλερ ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 70) και solastalgia (πρόκειται για νεολογισμό που περιγράφει το άγχος για την απώλεια των ανέσεων και της «παρηγοριάς» που εξασφαλίζονται από το άμεσο (φυσικό) μας περιβάλλον.
Αν και τα περισσότερα από τα γεγονότα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή δεν μπορούν να αποφευχθούν πλήρως, πολλοί από τους, συνδεόμενους με αυτήν, κινδύνους για την υγεία των πολιτών είναι δυνατόν να προληφθούν μέσα από την οικοδόμηση ανθεκτικών στις κλιματολογικές προκλήσεις (climate-resilient) Συστημάτων Υγείας, με έμφαση στη μείωση του ρίσκου, στην προετοιμασία, στην άμεση απόκριση και στην αποκατάσταση. H διενέργεια μελετών εκτίμησης ευαλωτότητας – προσαρμογής και η εκπόνηση σχεδίων κατάλληλης προσαρμογής των Συστημάτων Υγείας μπορεί να συμβάλλει στον προσδιορισμό ενεργειών προτεραιότητας με άξονες την προστασία της συνολικής Υγείας από την κλιματική αλλαγή, την άμβλυνση των δυσμενών επιδράσεών της και την προσαρμογή σε αυτές, με παράλληλη βελτίωση των διαδικασιών απόφασης-στήριξης και με συνοδές εκτιμήσεις κόστους, με βασικό στόχο την αποτελεσματική μείωση του κινδύνου, μέσα από στρατηγικές διαχείρισης του ρίσκου επικείμενων καταστροφών και την ανάπτυξη περισσότερο ανθεκτικών υποδομών.