Ακόμη και αν δεν υπάρχει καμμία εστία διαμάχης στο ζευγάρι, η κατάθλιψη ενός από τους δύο είναι κάτι που μπορεί να το αποσταθεροποιήσει εντελώς.
Πράγματι, οι ανεξήγητες μεταπτώσεις της διάθεσης, η απώλεια ενδιαφέροντος για τις καθημερινές δραστηριότητες, η διαρκής θλίψη και άλλα παρόμοια συμπτώματα διαταράσσουν τις σχέσεις ανάμεσα στον ασθενή και τον/την σύντροφό του.
Επιπλέον, η κατάθλιψη επιδρά αρνητικά στη σεξουαλικότητα του ζευγαριού. Αυτό οφείλεται σε μία σημαντική μείωση της λίμπιντο του καταθλιπτικού. Όπως γνωρίζουμε η σεξουαλικότητα είναι μία λειτουργία ταυτόχρονα βιολογική και συναισθηματική. Σε αρκετές περιπτώσεις ο σύντροφος σχηματίζει την εντύπωση ότι εγκαταλείπεται, γεγονός που αυξάνει ακόμη περισσότερο την ένταση στη ζωή του ζευγαριού.
Πολλές μελέτες έχουν επιχειρήσει να εντοπίσουν τα αποτελέσματα της καθημερινής επαφής με έναν καταθλιπτικό σύντροφο. Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών συμφωνούν και διαπιστώνουν ένα συναίσθημα απελπισίας στον παρτενέρ. Έχει μάλιστα διαπιστωθεί ότι τέτοια ζευγάρια διατρέχουν οχτώ φορές μεγαλύτερο κίνδυνο διαζυγίου από ό,τι ο γενικός πληθυσμός.
Αν η κατάθλιψη είναι πολύ δύσκολο να βιωθεί από τον σύντροφό μας, είναι επίσης εξίσου προβληματική για εμάς τους ίδιους. Αυτό οφείλεται τόσο στη δυσκολία κατανόησης της κατάστασης του συντρόφου μας, πράγμα που μας επιβαρύνει με επιπλέον άγχος, όσο και στη δυσκολία να βρούμε την «θέση» μας ανάμεσα στον σύντροφό μας και τον ειδικό τον οποίο έχει ενδεχομένως συμβουλευθεί. Στην πραγματικότητα ο σύντροφος δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ψυχοθεραπευτή ή τον ψυχίατρο, έχει όμως έναν ουσιώδη υποστηρικτικό ρόλο. Το σημαντικό εδώ είναι ο θετικός χαρακτήρας της στήριξης: δεν πρέπει να προκαλούμε στον σύντροφό μας ένα συναίσθημα ασφυξίας με την επίμονη φροντίδα μας, ούτε και να του φερόμαστε σαν να ήταν παιδί. Και κυρίως δεν πρέπει να παραμελούμε τον εαυτό μας, γιατί κάτι τέτοιο θα καταστήσει εντέλει και την βοήθειά μας προς τον σύντροφό μας αναποτελεσματική.
Αν η κατάσταση αυτή παρατείνεται και εντούτοις ο σύντροφός μας αρνείται να δεχθεί κάθε βοήθεια και εγκαταλείπεται στην θλίψη του, θα ήταν καλό να του προτείνουμε να δούμε μαζί έναν ψυχολόγο. Αυτό σε έναν πρώτο χρόνο ίσως τρομοκρατήσει τον σύντροφό μας, ο οποίος θα αντιδράσει λέγοντας: «Μα δεν είμαι τρελός!». Αλλά δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε από αυτήν την πρώτη αυθόρμητη αντίδραση και να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια. Γιατί η πρότασή μας κάνει κατά βάθος τον σύντροφό μας να αισθάνεται ότι ο παρτενέρ του νοιάζεται για αυτόν, τον καταλαβαίνει και αποδέχεται την πραγματικότητά του, αυτή που τον κάνει να υποφέρει.
Σε κάθε περίπτωση η απεύθυνση σε έναν ειδικό είναι αναγκαία και επιτακτική όταν διαπιστώσουμε ότι ο σύντροφός μας αδυνατεί πλέον να πάρει οποιαδήποτε απόφαση, έστω και την πιο απλή για την ζωή του, και αρχίζει να αναφέρει την αυτοκτονία. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι τότε βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο κατάθλιψης και ότι, κατά συνέπεια, η δική μας βοήθεια ή ακόμη και η βοήθεια του στενού κοινωνικού του περιβάλλοντος δεν είναι πλέον αρκετή. Το σημαντικό πάντως για να έχει αποτέλεσμα η θεραπευτική παρέμβαση ενός ειδικού είναι εμείς να αποφύγουμε να κατηγορούμε ανοιχτά τον σύντροφό μας. Το να του υπενθυμίζουμε ότι εξαιτίας του δεν βλέπουμε πια κανέναν ή ότι στο τέλος θα χάσει την δουλειά του κ.λπ., δεν έχει άλλο αποτέλεσμα πέρα από το να τον επιβαρύνουμε με μία επιπλέον οδυνηρή επίδραση. Ο ρόλος μας κατά την διάρκεια της θεραπείας θα είναι κυρίως να τον καθησυχάσουμε, να τον βοηθήσουμε να εκφράσει τα συναισθήματά του και να επανακτήσει σταδιακά τον έλεγχο της ζωής του.
Η Μάρω Μπέλλου είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Κατά την κλινική της πρακτική ακολουθεί την αυτοσχεδιαστική μέθοδο. Έχει λάβει ειδίκευση στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, έχει εμβαθύνει με διατριβή στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην Ψυχανάλυση.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο: «Ο γκατζετ-Eros: ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
(Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε: http://www.marobellou.gr/el/)