Οι διατροφικές διαταραχές έχουν λάβει προεκτάσεις μάστιγας στις μέρες μας. Αποτελεί ένα φλέγον ζήτημα που απασχολεί γιατρούς, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων και φυσικά τους ίδιους του πάσχοντες.
Το θετικό είναι ότι ζήτημα της βουλιμίας είναι απενoχοποιημένο προβάλλεται μέσα από πολλά μέσα μαζικής ενημέρωσης, αναλύεται ενδελεχώς, πολύπλευρα και ανάλογα προσδιορίζονται αιτίες και αποτελέσματα.
Ο τρόπος με τον οποίο πολλές φορές προσεγγίζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης το ευαίσθητο θέμα της διατροφικής διαταραχής της βουλιμίας είναι επιφανειακή με αποτέλεσμα να έχουμε φαινόμενα παραπληροφόρησης ή πλημμελούς πληροφόρησης με αποτέλεσμα την στρεβλή αποτύπωση των πραγματικών διαστάσεων του θέματος. Είναι σημαντικό η ενημέρωση να έχει ένα επιστημονικό υπόβαθρο και στοιχειοθέτηση, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με τον κατάλληλο και ενδεδειγμένο τρόπο για την κάθε περίπτωση ξεχωριστά.
Αρχικά, μιλώντας για διατροφικές διαταραχές, εννοούμε κατά κύριο λόγο τη “νευρική ανορεξία” και τη “βουλιμία”.
Η νευρική ανορεξία ορίζεται ως η κατάσταση κατά την οποία το άτομο αρνείται την πρόσληψη οποιασδήποτε τροφής με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν το άτομο προβεί σε πρόσληψη τροφής, στη συνέχεια θα βρει τον τρόπο να την αποβάλλει. Συνήθως, τα άτομα που έχουν επιλέξει να μην τρέφονται, χρησιμοποιούν υποκατάστατα τροφών ή χάπια τα οποία κόβουν την όρεξη (ανορεξιογόνα).
Στην αντίθετη περίπτωση, η βουλιμία χαρακτηρίζεται από τη συνεχή και αδιάκοπη πρόσληψη τροφής. Η πρόσληψη τροφής συνεχίζεται και αφού το άτομο έχει αισθανθεί κορεσμό.
Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τα πραγματικά αίτια για κάθε περίπτωση. Η δυσκολία έγκειται στη διαφορετικότητα των ατόμων και στην ποικιλία των εξωγενών παραγόντων στους οποίους οφείλεται ένα μέρος του προβλήματος. Κάποιοι από τους παράγοντες που θέτουν τις βάσεις για την προδιάθεση μιας διατροφικής διαταραχής στους ανθρώπους είναι το φύλο. Ειδικοί σε θέματα διατροφής (βλ. διαιτολόγοι, διατροφολόγοι), ειδικοί ψυχικοί υγείας και ιατροί (βλ. πλαστικοί χειρουργοί) ισχυρίζονται ότι οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στην εικόνα του σώματος. Στο ηλικιακό διάστημα 15 και 35 συνήθως καιροφυλακτεί ο κίνδυνος συναισθηματικής διαταραχής, η παχυσαρκία, η προσπάθεια απώλειας βάρους με αυστηρή δίαιτα και η σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ή εφηβική ηλικία.
Προβάλλοντας κάποιους από τους κύριους λόγους ανάπτυξης των διαταραχών σίτισης, καλό θα ήταν να ξεκινήσει κανείς από την παιδική ηλικία, όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος εμφάνισης διατροφικών διαταραχών (είτε βουλιμίας, είτε νευρικής ανορεξίας) λόγω της όσμωσης είτε στο πλαίσιο σχολικού περιβάλλοντος, είτε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου παρατηρούνται κρούσματα λεκτικής βίας, προπηλακισμού, αποδοκιμασίας ή δυσμενή και προσβλητικά σχόλια που αφορούν κυρίως στην εξωτερική εμφάνιση και τον σωματότυπο του εκάστοτε ατόμου. Όταν αυτό δε συμβαίνει, επιδρά αρνητικά στη μετέπειτα ζωή του ατόμου και μπορεί να εμφανιστεί μορφή κάποιας διαταραχής, όπως η διατροφική στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Τον πρώτο ρόλο στον εντοπισμό διατροφικής φύσεως προβλημάτων έχει η οικογένεια…
Γνωρίζοντας ότι η οικογένεια είναι η βασική και σημαντική θεσμοθετημένη βιο-κοινωνική μονάδα μέσα στην οποία αρχίζει η ανάπτυξη ενός παιδιού, συμπεραίνουμε τον σπουδαίο ρόλο της στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.
Η προβληματική επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, οι υπέρμετρες απαιτήσεις από την οικογένεια προς το παιδί, οι συνθήκες ανασφαλούς διαβίωσης, η υπερβολική εστίαση σε βαθμό εμμονής στην εικόνα του σώματος, η διαρκής υποτίμηση του παιδιού, η επιτήρηση και η μη αναγνώριση της ταυτότητας και του διαχωρισμού των ορίων του “εγώ” από τον υπόλοιπο κόσμο, είναι μόνο κάποια από τα στοιχεία που συντελούν σε μια μελλοντική διαταραγμένη εικόνα του ατόμου.
Σύμφωνα με έρευνες, η υπερφαγία και αντίστοιχα η στέρηση φαγητού διεγείρουν το “σύστημα επιβράβευσης” του εγκεφάλου, όπως ακριβώς συμβαίνει σε περιπτώσεις εξαρτήσεων ουσιών και αλκοολισμού. Ουσίες ψυχότροπες, απαγορευμένες ή μη, οι οποίες προκαλούν χημική διέγερση, έχουν ως αποτέλεσμα την εξάρτηση.
Αυτή η διέγερση σταματάει κάθε δυσάρεστο συναίσθημα. Με τον ίδιο τρόπο και οι διαταραχές σίτισης αναπτύσσονται με στόχο να ανασχέσουν κάθε ανεξέλεγκτο αρνητικό συναίσθημα και να κάνουν το άτομο να αισθανθεί κατά ένα τρόπο ισορροπία.
Στους ανθρώπους με συναισθηματική και ψυχική ισορροπία το σύστημα επιβράβευσης του εγκεφάλου τους διεγείρεται όταν για παράδειγμα διατρέφονται σωστά, ασκούνται, περνάνε με ευχάριστο και εποικοδομητικό τρόπο την ελεύθερη ώρα τους κλπ. Όταν το σύστημα επιβράβευσης’ μάθει να διεγείρεται με τεχνητά μέσα, όπως οι εξαρτησιογόνες ουσίες, παύει να λειτουργεί κατά τον κοινώς αποδεκτό, φυσιολογικό τρόπο που προαναφέρθηκε.
Το ίδιο ισχύει και κατά τη διαταραχή σίτισης. Τα στοιχεία εκείνα της προσωπικότητας που αυξάνουν το ρίσκο των εξαρτήσεων συμβάλλουν και στις διατροφικές διαταραχές. Έχει βρεθεί ότι αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητας οφείλονται εν μέρει στην κληρονομικότητα.
Καταλαβαίνει κανείς ότι οι εξαρτήσεις και οι διαταραχές σίτισης μπορούν να έχουν κοινούς τρόπους θεραπείας. Ο ασθενής έχει ως στόχο να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και να ενδυναμώσει το εγώ του προκειμένου να μην καταφεύγει σε “αυτοκαταστροφικά μέσα” για την επίλυση των προβλημάτων του.
Είναι αρκετά σημαντικό να μην εθελοτυφλούμε όταν τα σημάδια των διαταραχών σίτισης είναι πλέον έκδηλα στα δικά μας άτομα. Ίσως μια πρώτη συζήτηση με το ίδιο το άτομο να του δώσει το έναυσμα να καταλάβει εν μέρει ότι κάτι του συμβαίνει και να θορυβηθεί με αυτόν τον τρόπο.
Ιδιαίτερα προσεκτικοί θα πρέπει να είμαστε με τα νεαρότερα άτομα, παιδιά στην εφηβεία και στη μετεφηβική ηλικία. Καλό θα είναι, αν το άτομο είναι ανήλικο, οι γονείς να μιλήσουν σε κάποιον ειδικό-ψυχολόγο προκειμένου να σιγουρευτούν αν πρόκειται για κάποια διαταραχή σίτισης.
Ο ειδικός, ανάλογα με την περίπτωση, θα παραπέμψει σε ψυχιατρική παρακολούθηση αν το άτομο είναι σε προχωρημένο στάδιο ασιτίας ή χρειάζεται κάποια φαρμακευτική αγωγή.
Συνήθως, η ψυχιατρική εξέταση είναι απαραίτητη προκειμένου να ολοκληρωθεί η διάγνωση. Αν η διαταραχή βρίσκεται σε ένα αρχικό στάδιο, τότε η ψυχολογική υποστήριξη σε ένα πρώτο συμβουλευτικό στάδιο, στους γονείς ή και στο ίδιο το άτομο ίσως είναι απαραίτητη για την αποφυγή της ανάπτυξης της διαταραχής.
Στη συνέχεια, ανάλογα και πάλι με την περίπτωση, το άτομο ίσως μπει σε ένα πρόγραμμα συστηματικής ψυχοθεραπείας, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τα βαθύτερα αίτια του προβλήματος.
Τα άτομα που δυσκολεύονται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους χρησιμοποιούν το φαγητό σαν μέσο διαφυγής. Επίσης, οι άνθρωποι που αδυνατούν να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες και τα δικά τους συναισθήματα χρησιμοποιούν το σώμα τους ως ανορθόδοξο τρόπο “έκφρασης” και “εξωτερίκευσης” των όποιων αδυναμιών και προβλημάτων τους. Η εικόνα του πολύ λεπτού σώματος λοιπόν, που υπάρχει ως πρότυπο σε κάποιες κοινωνίες γίνεται για κάποια άτομα, κυρίως γυναίκες, το “άλλοθι” άρνησης πρόληψης τροφής με ουτοπικό στόχο την απόκτησή του. Είναι προφανές ότι πίσω από αυτό την συμπεροφορά υποκρύπτεται μια βεβαρημένη συναισθηματικά ψυχή που ζητά “βοήθεια” με το δικό της τρόπο
του Λάσκαρη Κωνσταντίνου