Όπως είναι γνωστό ένας βασικός παράγοντας για μια επιτυχημένη θεραπευτική παρέμβαση είναι η εγκαθίδρυση θεραπευτικής σχέσης μεταξύ του θεραπευομένου και του θεραπευτή του, μία σχέση εμπιστοσύνης, αποδοχής, κατανόησης και συνεργασίας. Ο θεραπευόμενος στο πρόσωπο του θεραπευτή του βλέπει εκείνον που θα τον βοηθήσει να ανακαλύψει τον εαυτό του και να γιατρέψει τα βαθύτερα τραύματα του.
Με την πάροδο του χρόνου, ο θεραπευτής κάνει ερμηνείες και ο θεραπευόμενος είτε τις αποδέχεται είτε τις απορρίπτει. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι ερμηνείες του θεραπευτή απορρίπτονται από το θεραπευόμενο. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε επειδή ο θεραπευόμενος δεν ήταν έτοιμος να τις ακούσει είτε επειδή δεν είχε εμπιστευτεί ακόμη το θεραπευτή του.
Ως αποτέλεσμα, απορρίπτει τόσο την ερμηνεία όσο και τον ίδιο το θεραπευτή, αναζητώντας άλλον. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που ο θεραπευόμενος όντας ήδη σε ένα θεραπευτικό πλαίσιο, αναζητά και δεύτερο θεραπευτή παράλληλα με τον πρώτο;
Οι αιτίες της συγκεκριμένης αναζήτησης είναι ποικίλες:
Κατ’ αρχάς, ο θεραπευόμενος μπορεί να αναζητά ακόμη ένα επαγγελματία προκειμένου να διασταυρώσει τις ερμηνείες του πρώτου. Αυτό βέβαια δείχνει έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του θεραπευτή και σίγουρα έλλειψη εμπιστοσύνης στους ανθρώπους γενικότερα, γεγονός που πιθανόν πηγάζει από παιδικά βιώματα.
Άτομα που δυσκολεύονται να εμπιστευθούν, πιθανόν να εναλλάσσουν τους θεραπευτές ή να συνεργάζονται παράλληλα με περισσότερους του ενός διότι βαθιά μέσα τους, υπάρχει καχυποψία και δυσπιστία η οποία συνήθως οφείλεται σε εμπειρίες ή βιώματα του από ανθρώπους τους οποίους εμπιστεύτηκαν και πληγώθηκαν ή στάθηκαν ανίκανοι να τον βοηθήσουν.
Επίσης μπορεί να νιώθουν ή να φοβούνται μήπως κάτι δεν γίνεται σωστά λόγο εμπιστοσύνης η οποία επίσης έχει κλονιστεί η μπορεί να θεωρούν πως για την περίπτωση τους, ο ένας δεν αρκεί για να τους βοηθήσει. Άτομα με ναρκισσιστικά στοιχεία προσωπικότητας επίσης, είναι πιθανόν να επέλεγαν περισσότερους του ενός θεραπευτές.
Σε αυτή την περίπτωση τα άτομα θεωρούν ότι είναι πολύ σύνθετα και πολύπλοκα ώστε να «αναλυθούν» από ένα μόνο θεραπευτή.
Εν τέλει ο θεραπευόμενος κρατά απόσταση και από τους δύο θεραπευτές και δε συνδέεται εις βάθος με κανέναν. Συνεπώς, επηρεάζεται η θεραπευτική σχέση με τον καθένα εξίσου.
Το άτομο επιλέγει τι θα πει στον ένα θεραπευτή και τι στον άλλον και έτσι κλονίζεται το αποτέλεσμα και των δύο θεραπευτικών παρεμβάσεων. Ακόμη και αν οι θεραπευτές ακολουθούν την ίδια ψυχοθεραπευτική κατεύθυνση, ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο προσέγγισης, με αποτέλεσμα ούτε σε αυτή την περίπτωση να επιτυγχάνουν οι παρεμβάσεις.
Και εδώ φαίνεται να είναι πολύ κρίμα πως το ίδιο το άτομο το οποίο έχει τόσο μεγάλη ανάγκη να εμπιστευθεί και να συνδεθεί, να νιώσει ασφάλεια και αποδοχή είναι εκείνο το ίδιο άτομο που εν αγνοία του, επιλέγει λάθος δρόμο για να βρει την εσωτερική του γαλήνη και ηρεμία.
Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, αντενδείκνυται η παράλληλη συνεργασία ενός ατόμου με δύο θεραπευτές σε διαφορετικά πλαίσια και θα ήταν καλό, σε περίπτωση που το άτομο αποφασίσει να ξεκινήσει μία νέα συνεργασία ταυτόχρονα με την πρώτη, να ενημερώσει το θεραπευτή του και να το συζητήσει μαζί του.
Εκείνος με τη σειρά του και ως σωστός επαγγελματίας, έχει τον τρόπο να τον βοηθήσει να κατανοήσει, τι μπορεί να σημαίνει αυτό για εκείνον και τη σημαντικότητα της μεταξύ τους σχέσης και σύνδεσης.
Γράφει η Ανδριάννα Γεροντή – Συστημική και Εναλλακτική Θεραπεύτρια του ΚΕ.ΘΕ.ΣΥ (Ανασυνδιασμένη Ψυχοθεραπεία).
(Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε: https://www.