Στον άνθρωπο η σεξουαλικότητα είναι ένα μυστήριο. Υποτίθεται ότι στον σεξουαλικό έρωτα ενώνονται δύο ή και παραπάνω ψυχές μέσω των σωμάτων τους. Υπάρχει μία απόλυτη μέθεξη όπου οι δύο γίνονται ένα και συμπράττουν σε αυτήν με όλο τους το είναι. Είναι σαν η ερωτική περίπτυξη να εκπληρώνει το όνειρο της ολοκληρωτικής ένωσης με τον άλλον.
Είναι τότε που το σεξ φιλοδοξεί να είναι όργανο αυθεντικής συγχώνευσης. Όμως, το σεξ στην πραγματικότητα έχει όντως αυτή την ικανότητα να παράγει ένωση;
Και εδώ είναι ακριβώς που τα πράγματα γίνονται περίπλοκα, καθώς μπορεί να υπάρχει σεξουαλικότητα, χωρίς να υπάρχει σχέση. Όπως έχει πει – ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω – «η σεξουαλική σχέση δεν είναι μία προσωπική σχέση, μπορεί να είναι ασυγκράτητη και παθιασμένη ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που δεν θα μπορούσαν να υποφέρουν ο ένας τον άλλον ούτε μία μέρα σε οποιαδήποτε άλλου είδους σχέση».
Και πράγματι, αυτός ο άλλος που συναντώ στον σεξουαλικό έρωτα μπορεί να είναι είτε το πρόσωπο στο οποίο απευθύνω το ερωτικό μου θάμβος και πάθος, είτε κάποιος που έχει συρρικνωθεί σε έναν φορέα σεξουαλικού οργάνου που προορίζω για αντικείμενο απόλαυσης. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για ερωτική συνάντηση, ενώ στην δεύτερη για μία ανάγκη αποφόρτισης.
Τελικά στο σεξ ποιον συναντώ, τον παρτενέρ ή τον ίδιο μου τον εαυτό…;
Στην πραγματικότητα η σεξουαλικότητα είναι μία υπόθεση πολύ προσωπική. Όταν συναντώ τον άλλον, τον συναντώ ως σώμα. Ο άλλος μου χρησιμεύει για να ανακαλύψω το πραγματικό της απόλαυσης. Μέσα από τη μεσολάβηση του σώματος του άλλου, απολαμβάνω. Όμως, αυτή η απόλαυση είναι στην πραγματικότητα μοναχική. Η σχέση μου με την απόλαυση είναι μία σχέση μοναξιάς.
Στην ουσία όταν απολαμβάνω παρασύρομαι μακριά από τον άλλον. Ο άλλος είναι για μένα το σώμα που θα μου δώσει απόλαυση. Το σώμα του είναι το όχημα που με ρίχνει στην καθοδική πλαγιά της ευχαρίστησης. Και όταν τελικά απολαμβάνω, είμαι σε σχέση με τον ίδιο μου τον εαυτό. Γιατί σε τελική ανάλυση αυτός που απολαμβάνει είναι το όργανό μου καθώς συναντά το σώμα του άλλου. Μπορεί να είμαστε γυμνοί, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον, όμως ο καθένας σε τελική ανάλυση στην απόλαυση την βρίσκει με την πάρτη του.
Άλλωστε ένας άντρας απολαμβάνει διαφορετικά από μία γυναίκα. Ένας άντρας και όποιος νοεί τον εαυτό του ως άντρα, απολαμβάνει ένα βλέμμα, μία φωνή, ένα στήθος, κάτι κουνάμενο σηνάμενο, κομμάτια λίγο έως πολύ φετιχικοποιημένα και όχι τη γυναίκα με όλο της το είναι. Είναι φορές μάλιστα που αναγκάζεται να πάρει όλη τη γυναίκα, ενώ αυτό που ποθεί σε εκείνην είναι το κορμί της και μόνο…
Στην περίπτωση αυτή μία γυναίκα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σεξουαλικό αντικείμενο και μία γυναίκα μπορεί να αντικατασταθεί από μία άλλη με τη μεγαλύτερη ευκολία. Κάθε γυναίκα είναι λίγο πολύ ίδια με οποιαδήποτε άλλη και κρίνεται κατάλληλη αρκεί να του προκαλέσει την επιθυμητή διέγερση. Γιατί για τον άντρα η σχέση με την σύντροφό του συρρικνώνεται στην φαντασίωση. Αυτό που εκτιμά σε εκείνην δεν είναι παρά η ποσότητα ηδονής που μπορεί να του προσφέρει. Είναι ένα μέσο ώστε να εκφορτίσει το φαλλικό του φορτίο.
Η αφοσίωσή του αυτή στην απόλαυση του οργάνου του… είναι αυτή που στέκεται εμπόδιο στο να συναντήσει την γυναίκα με όλο της το είναι. Σε αυτό το επίπεδο, αυτό στο οποίο αφοσιώνεται ουσιαστικά είναι η στύση του και η αγέλη του μέσα από μία ακολουθία γυναικών που την στοιχειοθετεί. Βρίσκεται, δηλαδή, σε ένα σύμπαν σεξουαλικής κατανάλωσης. Πρόκειται για τον φαλλικό αυτισμό της αντρικής απόλαυσης.
Εκτός κι αν ένας άντρας βρεθεί υπό καθεστώς του έρωτα και μπει σε θηλυκή θέση. Ένας άντρας θηλυκοποιείται ερωτευόμενος. Γιατί για μία γυναίκα πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από μία άλλη σκοπιά, καθώς μία γυναίκα απολαμβάνει διαφορετικά από έναν άντρα. Όπως έχει αναφέρει και – ο Karl Kraus – «το γυναικείο πάθος έχει τόση σχέση με το αντρικό πάθος, όση ένα έπος με ένα επίγραμμα».
Αν για τον άντρα κυριαρχεί η απόλαυση του οργάνου, για τη γυναίκα η απόλαυση δεν λειτουργεί δίχως λόγια. Μόνο τα ερωτόλογα μπορούν να αφυπνίσουν την δική της απόλαυση. Η δική της ικανοποίηση γεννιέται καθώς η ίδια από ένα καθαρά σεξουαλικό αντικείμενο μετουσιώνεται σε μία αναντικατάστατη ολότητα.
Τότε είναι που η γυναίκα αποκτά ένα ισχυρό κίνητρο για να στραφεί προς τον ερωτικό σύντροφο. Σε καμία περίπτωση δεν θέλει να διαπιστώσει ότι το μόνο πράγμα για το οποίο αγαπήθηκε πραγματικά είναι το στήθος ή οι γάμπες της. Αυτό που θέλει είναι να κατέχει μία προνομιακή θέση στον πόθο του άλλου. Είναι σαν να λέει στον παρτενέρ της «απόλαυσε, αλλά απόλαυσε μόνο από μένα». Εξού και το πάθος της να είναι η μοναδική.
Η συναίνεσή της γίνεται αποδεκτή μόνο εφόσον υπάρχει υπόσχεση για κάτι άλλο πέρα από την ανάγκη αποφόρτισης. Μάλιστα ορισμένες γυναίκες δεν αντέχουν σεξουαλικές σχέσεις παρά μόνο με εκείνους που τους καταθέτουν τον έρωτά τους. Με την προσδοκία τους αυτή επιβεβαιώνουν ότι η σεξουαλικότητα εκτείνεται πέρα της ανάγκης κι έτσι αποκτά την ανθρώπινη ιδιαιτερότητά της. Η γυναικεία επιθυμία για έρωτα είναι μία μορφή αντίστασης στο φαλλικό όλο των αντρών. Ακόμα και ένας άντρας όταν είναι ερωτευμένος ασκεί διαφορετικά το δικαίωμα της φαλλικής του απόλαυσης. Συμμετέχει με έναν άλλο τρόπο στο μυστήριο της θηλυκής ηδονής. Και αυτό γιατί καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μία γυναίκα και μία άλλη και ότι ο έρωτας είναι εκείνος που δημιουργεί την διαφορά.
Στην ουσία η απόλαυση είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την επιθυμία. Ο παρτενέρ που απολαμβάνω δεν είναι απαραίτητα ο παρτενέρ που επιθυμώ. Μπορεί για παράδειγμα να επιθυμώ κάποιον που τον έχω τοποθετήσει τόσο ψηλά στο βάθρο της εξιδανίκευσης που να είναι απλησίαστος για μένα. Είναι σαν να του λέω «δεν θα πάψω να σε επιθυμώ αρκεί να μην σε φτάσω ποτέ».
Το αντικείμενο του πόθου μου βρίσκεται σε μία τόσο μεγάλη απόσταση που τελικά είναι αδύνατο να το απολαύσω. Ειδικά στους άντρες αυτή η στρατηγική είναι εξαιρετικά διαδεδομένη. Ή πάλι γυναίκες που υιοθετούν την αντρική θέση λένε στον εαυτό τους «ένας άντρας για αγάπη και άλλοι άντρες για απόλαυση». Και σε αυτήν την αποσύνδεση απόλαυσης και επιθυμίας, σε αυτό το χάσμα, η σωματική ένωση καταφέρνει απλώς να επιτείνει την αίσθηση της μοναξιάς. Και δεν είναι διόλου σπάνιο η σεξουαλικότητα τους στο τέλος να εξελίσσεται σε ναρκισσισμό. Είναι τότε που μία γυναίκα μπορεί να λαχταρά απλώς έναν άντρα, έναν οποιοδήποτε άντρα, αρκεί να την επιθυμεί σεξουαλικά, γιατί για αυτήν ο άντρας είναι μόνο ένας φορέας του φαλλού. Κι έτσι κάνει έμμεσα έρωτα στον εαυτό της μέσω του άντρα, αντί να κάνει άμεσα έρωτα σε αυτόν.
Επιθυμία και απόλαυση δεν πάνε από μόνες τους χέρι χέρι. Χρειάζονται και κάποιο τρίτο στοιχείο για να συμπορευτούν. Η απόλαυση είναι μοναχική, ενώ η επιθυμία βάζει στο παιχνίδι και τον άλλον. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ατομική επιθυμία, αλλά πάντα δημιουργείται στον τόπο του άλλου. Ενώ η απόλαυση είναι στην ουσία της – αυτοερωτική – γιατί η όλη διέγερση επιστρέφει στο ίδιο μου του σώμα κι έτσι ανακυκλώνεται η σχέση μου με τον άλλον.
Εδώ, ο άλλος δεν είναι για μένα παρά ένα εύχρηστο υποκατάστατο του αυνανισμού. Και όταν δεν περιορίζομαι σε αυτό καταλήγω να εκλιπαρώ για αγάπη. Τι είναι λοιπόν αυτό που μπορεί να με ωθήσει να βγω από την μοναχικότητα της απόλαυσης και να επιθυμήσω τον άλλον; Γιατί σίγουρα χρειάζεται μία γέφυρα ανάμεσα στον αυτοερωτισμό της απόλαυσης και την αναγνώριση που ζητάει η επιθυμία, εκεί όπου είναι στο παιχνίδι και ο άλλος…
Στη ζωή μου, όπως περιγράφει ο Ρόλαν Μπαρτ, «συναντώ εκατομμύρια σώματα. Από αυτά μπορεί να ποθήσω κάποιες εκατοντάδες. Μα από τις εκατοντάδες αυτές δεν αγαπώ παρά μονάχα ένα». Ο άλλος με τον οποίο είμαι ερωτευμένος, μου ορίζει την ειδοποιό διαφορά του πόθου μου. Ο έρωτας είναι που επιτρέπει στην απόλαυση να καταδεχθεί να συμπράξει με την επιθυμία. Είναι ο τρίτος όρος που επιτρέπει στην επιθυμία και την απόλαυση να συνενωθούν. Ενώ με την απουσία του έρωτα επιθυμία και απόλαυση βαδίζουν η καθεμία μόνη της.
Για αυτό ο παρτενέρ της επιθυμίας δεν μπαίνει εύκολα στην ζωή ενός ανθρώπου. Η πόρτα που με οδηγεί σε αυτόν είναι στενή, ενώ η πύλη της απόλαυσης είναι ορθάνοιχτη. Και ειδικά σε ένα σύμπαν σεξουαλικής κατανάλωσης όπου όλα επιτρέπονται.
Η Μάρω Μπέλλου είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Κατά την κλινική της πρακτική ακολουθεί την αυτοσχεδιαστική μέθοδο. Έχει λάβει ειδίκευση στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, έχει εμβαθύνει με διατριβή στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην Ψυχανάλυση.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο: «Ο γκατζετ-Eros: ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.