Ερευνητές διαπίστωσαν ότι πάνω από 25% των παιδιών που έχουν βιώσει το διαζύγιο των γονιών τους έχουν προσαρμοστεί πολύ καλά. Ο σημαντικότερος λόγος για το ότι αυτά τα παιδιά αντεπεξέρχονται με επιτυχία, ενώ άλλα όχι, είναι ότι τα συγκεκριμένα παιδιά έχουν γονείς που συνεργάζονται ο ένας με τον άλλον ή γονείς που δε συμπαθούν ή δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, αλλά έχουν τη λογική να προφυλάσσουν τα παιδιά από τους γονικούς καβγάδες.
Ένα βασικό βήμα στη διαδικασία διαχείρισης των συγκρούσεων είναι η υπέρβαση της συμπεριφοράς του θύματος, όπου η αποκλειστική ευθύνη για το χωρισμό επιρρίπτεται στον/στην πρώην σύζυγο. Όταν κάποιος δεν έχει την ικανότητα να διακρίνει τη δική του συμμετοχή στα προβλήματα, ο θυμός και η επίρριψη ευθυνών συνεχίζουν να πυροδοτούν τις χρόνιες γονικές συγκρούσεις, που είναι προβληματικές για τα παιδιά.
Αυτή η εσωτερική δέσμευση να προστατεύονται τα παιδιά από τις γονικές συγκρούσεις θα πρέπει να γίνει προσωπικά και ιδιωτικά, ανεξάρτητα από το τι κάνει ο άλλος γονέας. Ακόμη και αν ο ένας γονέας συνεχίσει να φέρεται ανεύθυνα, αυτό δε δίνει στον άλλο την άδεια να ανταποδώσει.
Στην περίπτωση αυτή τα παιδιά χάνουν συναισθηματικά και τους δυο γονείς, αντί να έχουν έναν αξιόπιστο γονέα που προσφέρει ασφάλεια (μια «νησίδα ψυχολογικής ασφάλειας»).
Όμως εάν ο ένας γονέας είναι σε θέση να δείξει αυτοσυγκράτηση και να αποφύγει τα καταστροφικά αντίποινα, τα παιδιά χάνουν την ψυχολογική πρόσβαση στον άλλο γονέα, αλλά εξακολουθούν να έχουν συναισθηματική επαφή με το συγκρατημένο γονέα. Έχοντας την υποστήριξη του ενός γονέα, τα παιδιά αυτά είναι στενοχωρημένα για τη γονική σύγκρουση, αλλά δεν εμφανίζουν κατάθλιψη.
Αντίθετα με τα παιδιά που έχουν δυο αντιμαχόμενους γονείς, τα παιδιά αυτά δεν αποτυγχάνουν στο σχολείο, ούτε συμπεριφέρονται επιθετικά ή προκλητικά. Παρόλο που αυτά είναι εκτεθειμένα στο γονικό πόνο και στη γονική σύγκρουση, διαθέτουν την απαραίτητη υποστήριξη για να τα αντιμετωπίσουν, γιατί έχουν ένα γονέα που δεν υπονομεύει τον άλλον και δεν τα πιέζει να επιλέξουν με ποια πλευρά είναι.
Ένα μεγάλο βήμα για να φτάσει κανείς σε σημείο να ελέγχει τη σχέση με τον/την πρώην σύζυγο του, που κύριο χαρακτηριστικό της έχει την ένταση, είναι να θέσει νέα όρια. Το ζευγάρι καλείται να θέσει τα όρια που δρα από κοινού. Τα όρια αυτά βοηθούν να καθορίσει το ζευγάρι πώς θα συνδέονται με τους υπόλοιπους ανθρώπους γύρω του.
Για παράδειγμα
το ζευγάρι μπορεί να έχει θέσει όρια όσον αφορά το ποιο μέρος των διακοπών τους προτίθενται να περνούν με την ευρύτερη οικογένεια τους και ποιο με τη δική τους αποκλειστικά οικογένεια. Ή να έχει θέσει όρια για φίλους και συνεργάτες, τα οποία κυρίως εκφράζονται μέσα από την απόφαση τους για το πόσο από το χρόνο τους μπορούν να περνάνε μαζί τους. Οι καλοί γονείς επίσης θέτουν όρια γύρω τους σε ό,τι αφορά τη συνεργασία τους για την ανατροφή των παιδιών τους.
Το σημαντικότερο πράγμα το οποίο πρέπει να θυμόμαστε σχετικά με τα όρια είναι πως τις περισσότερες φορές μοιάζουν να τίθενται από μόνα τους. Όταν τα ζευγάρια χωρίζουν όμως, τα όρια αυτά αλλάζουν από τη μία στιγμή στην άλλη, ενώ μερικές φορές καταρρέουν. Ξαφνικά, τα πιο απόκρυφα μυστικά που είχαν ως ζευγάρι ανακαλύπτουν πως τα γνωρίζουν κάποιοι από τους φίλους, μέλη της ευρύτερης οικογένειας σας, δικηγόροι, κ.α..
Τα όρια εμποδίζουν τη σύγχυση και βοηθούν τους ανθρώπους να γνωρίζουν που βρίσκονται σε μια σχέση, πότε μπορούν να γίνουν μέρος της ζωής μας και πότε όχι. Ένα τεράστιο πρόβλημα για τις οικογένειες των ζευγαριών αυτών που έχουν χωρίσει και έχουν πάρει διαζύγιο είναι πως κανείς, ούτε οι γονείς αλλά ούτε και τα παιδιά, δε γνωρίζει από που ξεκινούν και που τελειώνουν τα όρια αυτά. Δεν είναι πια εραστές (συνήθως), αλλά κάτι τέτοιο σημαίνει πως δεν μπορούν κιόλας να δουλέψουν από κοινού με στόχο τη συμφιλίωση τους.
Τα ακαθόριστα και ασταθή όρια μπορούν να καταπονήσουν και να συγχύσουν και τα ίδια τα παιδιά. Τα παιδιά θα ανακουφιστούν και θα προσαρμοστούν στη νέα τάξη πραγμάτων αν οι γονείς είναι ξεκάθαροι και σταθεροί στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν την κατάσταση.
Ο Γιάννης Ξηντάρας είναι Ψυχολόγος στο Περιστέρι, απόφοιτος Πανεπιστημίου Αθηνών και Strathclyde University. Μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων και της Ελληνικής Προσωποκεντρικής και Βιωματικής Εταιρείας, επιστημονικός υπεύθυνος στο Κέντρο Συμβουλευτικής και Ψυχολογικής Υποστήριξης «Επαφή».