Τα συσκευασμένο σνακ, όπως μπισκότα, κράκερ ή σοκολάτες, αποτελούν μια εύκολη λύση σε μια πολυάσχολη καθημερινότητα. Γι’ αυτό, είναι και μια δημοφιλής επιλογή για τους περισσότερους. Ωστόσο, περίπου το 25% των ενηλίκων ενώ τρέφονται υγιεινά, χάνουν τα θετικά πλεονεκτήματα της ισορροπημένης διατροφής, επιλέγοντας κάποιο ανθυγιεινό σνακ. Τι κινδύνους κρύβει, όμως, μια τέτοια επιλογή;
Σύμφωνα με μια νεότερη μελέτη, που δημοσιεύθηκαν στο European Journal of Nutrition, όσοι ακολουθούν αυτή την πρακτική, κινδυνεύουν περισσότερο από εγκεφαλικό επεισόδιο ή καρδιακές παθήσεις.
Οι ερευνητές από το King’s College του Λονδίνου και της Σχολής Επιστημών Διαβίωσης και Πληθυσμού διερεύνησαν λεπτομερώς τις συνήθειες κατανάλωσης σνακ 854 ατόμων από τη μελέτη ZOE PREDICT. Όπως διαπίστωσαν, οι μισοί από τους συμμετέχοντες δεν αντιστοιχούσαν την υγιεινή ποιότητα των γευμάτων τους στα σνακ τους και το αντίστροφο. Αυτή η μικρή διαφορά είχε αρνητική επίδραση σε διαφορετικούς δείκτες υγείας, όπως στο σάκχαρο και τα επίπεδα λίπους στο αίμα, και η αντιμετώπισή της θα μπορούσε να αποτελέσει μια απλή στρατηγική διατροφής για τη βελτίωση της υγείας.
«Λαμβάνοντας υπόψη ότι το 95% από εμάς τρώμε σνακ και ότι σχεδόν το ένα τέταρτο των θερμίδων μας προέρχεται από αυτά, η αντικατάσταση ανθυγιεινών σνακ, όπως μπισκότα, πατατάκια και κέικ, με υγιεινά σνακ, όπως φρούτα και ξηροί καρποί, είναι ένας πολύ απλός τρόπος για να βελτιώσουμε την υγεία μας» παρατηρεί η Δρ Sarah Berry από το King’s College του Λονδίνου.
Όπως αποκάλυψε η ανάλυση για τους Βρετανούς, το 24% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης προέρχεται από σνακ, όπως μπάρες δημητριακών, γλυκά και φρούτα. Η μέση ημερήσια πρόσληψη σνακ για τους ανθρώπους που τσιμπολογούσαν στο 95% της ομάδας ήταν 2,28 σνακ την ημέρα, με το 47% των ανθρώπων να τρώνε δύο σνακ την ημέρα και το 29% των ανθρώπων να τρώνε περισσότερα από δύο.
Παρόλα αυτά, η υιοθέτηση των σνακ ανάμεσα στα γεύματα δε θεωρείται ως μια ανθυγιεινή συνήθεια, με την προϋπόθεση ότι οι διατροφικές επιλογές είναι υγιεινές. Για παράδειγμα, όσοι έτρωγαν ως ενδιάμεσα γεύματα σνακ υψηλής ποιότητας, όπως ξηρούς καρπούς και φρέσκα φρούτα, είχαν περισσότερες πιθανότητες να διατηρούν υγιές το βάρος τους, σε σύγκριση με εκείνους που δεν τσιμπολογούσαν καθόλου ή εκείνους που κατανάλωναν ανθυγιεινά τρόφιμα. Τα υγιεινά σνακ, μάλιστα, συσχετίστηκαν με καλύτερη μεταβολική υγεία και μειωμένο αίσθημα της πείνας.
Παρόλα αυτά, το ένα τέταρτο (26%) των συμμετεχόντων ανέφεραν ότι κατανάλωναν υγιεινά κύρια γεύματα και σνακ κακής ποιότητας, όπως υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα και με υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συσχέτισή τους με χειρότερους δείκτες υγείας, όπως υψηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), υψηλότερη μάζα σπλαχνικού λίπους και υψηλότερες μεταγευματικές – η περίοδος μετά την κατανάλωση ενός γεύματος – συγκεντρώσεις τριγλυκεριδίων, οι οποίες σχετίζονται με μεταβολικές παθήσεις όπως εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιαγγειακά νοσήματα και παχυσαρκία. Ούτε όμως εξυπηρετούσαν το σκοπό τους, δηλαδή να μειώσουν το αίσθημα της πείνας ανάμεσα στα βασικά γεύματα.
Τη μεγαλύτερη συμβολή στην πρόσληψη θερμίδων είχαν τα κέικ και οι πίτες (14%), τα δημητριακά πρωινού (13%), το παγωτό και τα κατεψυγμένα γαλακτοκομικά επιδόρπια (12%), τα ντόνατς και τα γλυκά (12%), τα ζαχαρωτά (11%), τα μπισκότα και τα brownies (11%), οι ξηροί καρποί και οι σπόροι (11%). Η ώρα του σνακ έπαιζε επίσης ρόλο, καθώς σύμφωνα με την ανάλυση, τα σνακ μετά τις 9 το βράδυ σχετίζονταν εξίσου με χειρότερους δείκτες αίματος σε σύγκριση με όλες τις άλλες ώρες τσιμπολογήματος.
Πηγή: ygeiamou.gr
PHOTO: SHUTTERSTOCK