Μεγάλη αύξηση παρουσιάζει στις μέρες μας ο καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα γι’ αυτό και χρειάζεται να γίνεται συχνά προληπτικός έλεγχος για την έγκαιρη διάγνωση της ασθένειας.
Η απάντηση στην ερώτηση, ποια είναι τα συμπτώματα, είναι πως ΔΕΝ υπάρχει απολύτως κανένα σύμπτωμα, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της νόσου. Μόνο εάν ο καρκίνος προχωρήσει αρκετά ώστε να προκαλέσει διόγκωση του ίδιου του αδένα ή των τραχηλικών λεμφαδένων τότε μπορεί κανείς να έχει τα πρώτα εμφανή στοιχεία από τη νόσο. Αυτό όμως είναι πραγματικά τραγικό και φυσικά δεν θέλουμε να φτάσουμε σε τέτοιο στάδιο.
Πρέπει ο κόσμος να είναι ενήμερος για τις παθήσεις του θυρεοειδούς και να ευαισθητοποιείται από τον γιατρό του στον απαραίτητο προληπτικό έλεγχο. Να προσθέσουμε πως ο έλεγχος του θυρεοειδούς είναι απαραίτητος όχι μόνο για τον καρκίνο αλλά και για άλλες παθήσεις του αδένα , καλοήθεις και αρκετά πιο συχνές, όπως: υπερ- ή υπο- θυρεοειδισμός, θυρεοειδίτιδα, Νόσος Graves, όζοι κλπ.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη ηλικία για την έναρξη του ελέγχου αυτού. Σήμερα ο μόνος έλεγχος που γίνεται υποχρεωτικά είναι στη γέννηση των παιδιών για πιθανή απλασία (απουσία) του θυρεοειδούς έτσι ώστε να αποφεύγονται τα κρούσματα του νανισμού που όλοι στο παρελθόν θυμόμαστε να έχουμε δει.
Συνήθως όμως οι λειτουργικές διαταραχές μπορεί να ξεκινήσουν από την εφηβεία και μετά. Σχεδόν πάντα οι γυναίκες υποβάλλονται σήμερα σε έλεγχο και πάλι, όταν πρόκειται να τεκνοποιήσουν, στα πλαίσια του ελέγχου που τις προτρέπει ο γυναικολόγος.
Δυστυχώς όμως…
καμία επίσημη οδηγία δεν υπάρχει για το γενικό πληθυσμό που να προέρχεται από φορείς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός
Υγείας. Έτσι λοιπόν κάποιες διαγνώσεις θα γίνουν εντελώς τυχαία σε ελέγχους αίματος. Ακόμη κι έτσι πολλά κρούσματα καρκίνου, διαφεύγουν της διάγνωσης καθώς οι περισσότεροι από τους ιατρούς ελέγχουν μόνο τη θυρεοειδική λειτουργία (δηλ. τις ορμόνες) και σταματούν εκεί εάν αυτές είναι καλές (ευθυρεοειδισμός). Ο πλήρης όμως έλεγχος απαιτεί και άλλες εξετάσεις και κυρίως το υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς και των παραθυρεοειδών.
Η γκάμα εξετάσεων που έχουμε στη διάθεση μας για τις διαγνώσεις των παθήσεων (καλοήθων και κακοήθων) είναι μεγάλη.
“Ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, την κληρονομική προδιάθεση, τα συμπτώματα και τις βασικές θυρεοειδικές εξετάσεις, ο ενδοκρινολόγος ή ο χειρουργός θυρεοειδούς, θα προχωρήσει στο επόμενο επίπεδο με πιο εξειδικευμένο έλεγχο…”
Η βασικότερη εξέταση για τη διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς είναι η κατευθυνόμενη υπό υπέρηχο παρακέντηση (FNA). Αποτελεί το βασικό εργαλείο για να μπορέσουμε με σχετικά μεγάλη ασφάλεια να προσδιορίσουμε εάν υπάρχει κακοήθης όζος στον αδένα.
Λαμβάνονται κύτταρα με μια ιδιαίτερα λεπτή βελόνα (27G) και αυτά εξετάζονται από εξειδικευμένο κυτταρολόγο. Όπως όμως κάθε μέθοδος έχει κι αυτή τις αδυναμίες τις. Πολλές φορές οι ασθενείς περιμένουν την απόλυτη απάντηση ή την απόλυτη ασφάλεια αλλά δυστυχώς πρέπει να καταλάβουμε πως αυτό δεν είναι δυνατό.
Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτα από όλα είναι ο αριθμός των όζων. Εάν υπάρχει ένας ή δύο , ο έλεγχος είναι πιο απλός από ότι εάν έχουμε ένα θυρεοειδή με πολλαπλούς όζους. Εκεί δεν είναι δυνατό να παρακεντηθούν όλοι κι επομένως να ελεγχθούν στο σύνολο τους.
Επίσης το μέγεθος αυτών. Ένας πολύμικρός (Δ<7 χιλ) είναι δύσκολο να παρακεντηθεί. Ακολούθως η δυνατότητα να ληφθούν κύτταρα έγκειται στην ικανότητα του επεμβατικού γιατρού αλλά όχι μόνο. Μερικές φορές το υπόστρωμα θυρεοειδίτιδος, οι
μικροαιμορραγίες από το τρύπημα της βελόνας, η σκληρότητα του όζου, δεν επιτρέπουν την αρκετή λήψη κυττάρων.
Τελικώς το δείγμα ενδέχεται να χαρακτηριστεί υποκυτταρικό ή μη διαγνωστικό. Θα πρέπει η παρακέντηση να επαναληφθεί. Αλλά και οι παρακεντήσεις (FNA) με σαφές αποτέλεσμα θεωρείται πως έχουν πιθανότητα διαγνωστικού σφάλματος (5% εσφαλμένα αρνητικό, 3% εσφαλμένα θετικό). Καθώς όμως στο 95% των περιπτώσεων το αποτέλεσμα είναι σωστό, τις εμπιστευόμαστε για να αποφασίσουμε ή όχι μια χειρουργική επέμβαση.
Μην ξεχνάμε πως πολλές φορές όζοι που με τους μήνες ή τα χρόνια, διαφοροποιούνται σε μέγεθος ή σε χαρακτηριστικά, χρειάζονται επανάληψη της παρακέντησης ακόμη κι αν η πρώτη απάντηση ήταν αρνητική για κακοήθεια. Σε περίπτωση διάγνωσης κακοήθειας ο χειρουργός οφείλει να σταδιοποιήσει τη νόσο.
Αυτό με απλά λόγια σημαίνει…
να ελέγξει το μέγεθος του καρκίνου, τον ιστολογικό του τύπο, την πιθανή κληρονομικότητα του, την κατάσταση των τραχηλικών λεμφαδένων, και σπανιότερα εάν πρόκειται για επιθετικές μορφές, να ελέγξει την ύπαρξη μεταστάσεων σε άλλα όργανα.
Συνήθως για τα αρχικά στάδια το υπερηχογράφημα που συνοδεύεται με χαρτογράφηση (mapping) των λεμφαδένων του τραχήλου, σε συνδυασμό με τον ιστολογικό τύπο από την παρακέντηση, είναι αρκετό για να προχωρήσει κανείς στο επόμενο βήμα, δηλαδή τη χειρουργική επέμβαση. Σπανιότερα θα χρειαστούν άλλες διαγνωστικές προσεγγίσεις όπως Μαγνητική, Αξονική, Σπινθηρογράφημα ή παρακέντηση άλλων οργάνων για να διαπιστωθούν μεταστάσεις.
Το άρθρο υπογράφει ο Τρανουδάκης Δημήτριος MD, PhD, FACS. Γενικός Χειρουργός. Επιμελητής Νοσοκομείου “Υγεία”. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών. Μέλος του Αμερικανικού Κολλεγίου Χειρουργών.
(περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του ιατρού θα δείτε αναλυτικά εδώ: http://bit.ly/2FB68YE)
Νοσοκομείο Υγεία Γραφείο Γ7