«Το να είσαι μοναχοπαίδι είναι μια ασθένεια από μόνο του» είχε δηλώσει κάποτε ο πρωτοπόρος ψυχολόγος και πρώτος πρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Granville Stanley Hall, με τον ασθενή να είναι κακομαθημένος, αλαζόνας ή μονόχνωτος μεταξύ άλλων συμπτωμάτων. Τι κι αν έχει περάσει ένας αιώνας από τότε; Το concept «παιδί χωρίς αδέλφια» εξακολουθεί να φέρει για πολλούς αρνητικό πρόσημο αλλά και να προβληματίζει τους γονείς, άγχος των οποίων είναι ο κίνδυνος μειωμένων κοινωνικών δεξιοτήτων.

«Ωστόσο, μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι τα μοναχοπαίδια δεν διαφέρουν από τους συνομηλίκους τους με αδέλφια όσον αφορά τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και την κοινωνικότητα. Έρευνα δική μου και συναδέλφων έδειξε ότι, κατά τον έλεγχο των επιδόσεων των παιδιών σε γνωστικά τεστ, τα μοναχοπαίδια έχουν συνήθως αποτελέσματα παρόμοια με των παιδιών που μεγαλώνουν με αδελφάκι» αναφέρει σε άρθρο της η Alice Goisis, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημογραφίας και Αναπληρώτρια Διευθύντρια ερευνών στο Κέντρο Διαχρονικών Μελετών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.

Η Δρ Goisis με την ομάδα της διερεύνησαν επιπλέον αν οι όποιες διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στα μοναχοπαίδια και τα παιδιά με αδέλφια σχετίζονταν με χαρακτηριστικά των γονέων, συμπεραίνοντας ότι η γνωστική ανάπτυξη των παιδιών μέχρι την ηλικία των 11 ετών επηρεάζεται περισσότερο από παράγοντες όπως η σχέση των γονέων και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας παρά από το αν έχουν αδέρφια.

Ουσιαστικά, οι οικονομικοί και συναισθηματικοί πόροι που διαθέτει η οικογένεια μπορεί να διαδραματίζουν ουσιαστικότερο ρόλο στην εξέλιξη της ζωής των παιδιών από το με πόσα παιδιά θα πρέπει να τους μοιραστούν.

Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα από βρετανικές μελέτες κοόρτης για 5.362 παιδιά που γεννήθηκαν το 1946, 17.416 που γεννήθηκαν την ίδια εβδομάδα το 1958, το ίδιο για 16.571 παιδιά το 1970 και 19.244 που γεννήθηκαν κάπου στο 2001 στη Βρετανία. Στα στοιχεία συμπεριλαμβάνονται και πληροφορίες για τις οικογένειες των παιδιών, συμπεριλαμβανομένου του μορφωτικού επιπέδου των γονιών, της κοινωνικής κατάστασης και της δομής της οικογένειας. Η ανάπτυξη των παιδιών εκτιμήθηκε μέσα από τα αποτελέσματα τεστ αξιολόγησης των λεκτικών δεξιοτήτων που πραγματοποίησαν σε ηλικία 10 ή 11 ετών.

Τα μοναχοπαίδια πέτυχαν παρόμοια αποτελέσματα με τα παιδιά από οικογένειες με δύο παιδιά και καλύτερες επιδόσεις συγκριτικά με τα παιδιά που μεγάλωναν με πάνω από δύο αδέλφια. 
«Καταφέραμε να δείξουμε ότι η διαφοροποίηση που παρατηρήσαμε ανάμεσα στις γενιές θα μπορούσε εν μέρει να αποδοθεί στα μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά των οικογενειών με μοναχοπαίδια. Διαπιστώσαμε ότι οι μονογονεϊκές οικογένειες στη Βρετανία, κατά μέσο όρο, βρίσκονται συνήθως σε καλύτερη [οικονομική] κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, με το πέρασμα του χρόνου το να είσαι μοναχοπαίδι αντιστοιχήθηκε περισσότερο με δυνητικά μειονεκτικές συνθήκες, όπως το να μεγαλώνεις με χωρισμένους γονείς» σχολιάζει η καθηγήτρια.

Η μεταβαλλόμενη σύνθεση των μονογονεϊκών οικογενειών εξηγεί εν μέρει και γιατί, σε σύγκριση με το παρελθόν, τα μοναχοπαίδια σήμερα παρουσιάζουν ένα μικρότερο πλεονέκτημα σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν με αδέλφια.

 

Νέο αφήγημα

Η καθηγήτρια μίλησε για την ανάγκη ενός νέου αφηγήματος, ξεκινώντας ότι το να μεγαλώνεις με αδέλφια έχει μηδενικό αντίκτυπο ή τουλάχιστον μικρότερο αντίκτυπο σε σύγκριση με άλλα χαρακτηριστικά της οικογένειας, όπως το χαμηλό εισόδημα του νοικοκυριού που σχετίστηκε με χαμηλότερες γνωστικές επιδόσεις.

Έπειτα, τα μοναχοπαίδια δεν αποτελούν μια ενιαία ομάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αλλά υπάρχουν μια σειρά από μεταβλητές που θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν όπως οι λόγοι που δεν ήλθε στην οικογένεια δεύτερο παιδί, αν ήταν επιλογή ή το επέβαλαν άλλες συνθήκες, καθώς και οι κοινωνικές συνθήκες ή οι διαστάσεις του φαινομένου.

«Αυτή η αλλαγή στην προσέγγισή μας ως προς τον τρόπο που βλέπουμε και μελετάμε τα μοναχοπαίδια όχι μόνο θα αυξήσει την κατανόησή μας αλλά και θα συμβάλει στην κατάρριψη των στερεοτύπων που εξακολουθούν να υφίστανται στην κοινωνία» καταλήγει.