Κατάθλιψη: Η πραγματικότητα που αγνοούμε και όσα χρειάζεται να γνωρίζουμε

Κατά γενική ομολογία, η κατάθλιψη είναι μια κοινή πλέον διαταραχή της διάθεσης στον τομέα της ψυχικής υγείας, κατά την οποία η καθημερινότητα ενός ατόμου χαρακτηρίζεται από έντονα συναισθήματα θλίψης, μελαγχολίας και ενίοτε απελπισίας.

Ήδη από τα αρχαία χρόνια, η κατάθλιψη- γνωστή και ως κλινική κατάθλιψη, μείζων καταθλιπτική διαταραχή ή μονοπολική διαταραχή- ξεχώριζε ως μια ιδιαίτερη κλινική κατάσταση και πολλές προσωπικότητες, όπως ο Ιπποκράτης που καθιέρωσε τον όρο μελαγχολία, επιχείρησαν να τη σκιαγραφήσουν και να περιγράψουν την αιτιολογία της.

Αξίζει να πούμε ότι σήμερα αυτή η αρκετά συχνή και σοβαρή νόσος προσβάλλει το 10% περίπου του ανδρικού πληθυσμού και το 20% του γυναικείου, ενώ φαίνεται ότι αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αιτίες αναπηρίας. Μεταξύ άλλων, η κατάθλιψη θεωρείται η βασικότερη ψυχική διαταραχή που οδηγεί στην αυτοκτονία.

Είναι γνωστό ότι η αιτιολογία της κλινικής κατάθλιψης είναι πολυπαραγοντική. Ουσιαστικά υπάρχει ένα εύρος αιτιών που συνδημιουργούν το πλαίσιο ανάπτυξης της συγκεκριμένης διαταραχής, όπως για παράδειγμα γενετικοί παράγοντες, νευροχημικοί, γεγονότα που ασκούν πίεση στον ψυχικό κόσμο του ατόμου, οικογενειακοί παράγοντες, προβληματικές ή τοξικές σχέσεις με κάποιους ανθρώπους, σοβαρές σωματικές ασθένειες ή ορισμένα στοιχεία της ατομικής προσωπικότητα του ανθρώπου.

Πριν γίνει αναλυτική αναφορά στα πιο γνωστά συμπτώματα και στο πως πραγματοποιείται η διάγνωση της συγκριμένης διαταραχής, είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι η διαφορά της κλινικής κατάθλιψης με τη μελαγχολία, είναι πως η πρώτη συνιστά μια πιο μόνιμη κατάσταση, η οποία επηρεάζει πολύ την καθημερινότητα του ατόμου και χαρακτηρίζεται από σωματικές εκδηλώσεις, ενώ η μελαγχολία είναι μια πιο παροδική φυσιολογική συναισθηματική αντίδραση σε κάτι δυσάρεστο που συμβαίνει στη ζωή ενός ανθρώπου.

Στην πρώτη περίπτωση χρειάζεται ψυχοθεραπεία και ενίοτε φαρμακευτική αγωγή. Πιο αναλυτικά, όσον αφορά στα συμπτώματα της κλινικής κατάθλιψης, συνηθίζεται το άτομο που πάσχει από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή να αναφέρει συστηματική πεσμένη διάθεση και έντονα συναισθήματα μετάνοιας, απελπισίας και απαισιοδοξίας. Ακόμα, η έντονη ανησυχία, η απουσία συγκέντρωσης, η διαταραχή του ύπνου, η ξαφνική απώλεια βάρους (πιο σπάνια η απότομη αύξηση του), η έλλειψη ενδιαφέροντος σε δραστηριότητες, η μείωση ή η παντελής απώλεια σεξουαλικού ενδιαφέροντος, οι ενοχές καθώς και η απουσία αυτοπεποίθησης, οι εμμονές και οι αυτοκτονικές ιδέες.

Ακόμα, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στη συμπτωματολογία της κλινικής κατάθλιψης συχνά αναφέρονται η παραμέληση της προσωπικής υγιεινής, ο απομονωτισμός αλλά και μείωση της επαγγελματικής απόδοσης. Στις περιπτώσεις που η κατάσταση βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, παρατηρείται αρκετά συχνά ότι ο πάσχων δεν είναι σε θέση ίσως να ανταπεξέλθει στις δραστηριότητες και τις υποχρεώσεις της καθημερινής του ζωής.

Παρενθετικά να πούμε ότι τα όσα προαναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο είναι μια πληθώρα συμπτωμάτων, τα οποία δεν εμφανίζονται με συγκεκριμένο και απαράλλαχτο συνδυασμό. Αντίθετα, παρατηρείται διαφοροποίηση και ποικιλία ανά περίπτωση. Συνεχίζοντας τώρα στο επίπεδο των συμπτωμάτων, είναι δυνατόν το πάσχον άτομο να εκδηλώσει επίσης συμπτωματολογία, η οποία περιλαμβάνει υπερβολική σωματική κούραση, πονοκεφάλους, αισθητό και χρόνιο πόνο σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος, δυσκολία στη χώνεψη ακόμα και ψυχοκινητική επιβράδυνση, δηλαδή δυσκολία-αργοπορία στη σκέψη και το βάδισμα.

Όπως ήδη είπαμε νωρίτερα, η παραπάνω συμπτωματολογία είναι γενική, συχνά μπορεί η κατάθλιψη να μην εκδηλώνεται με τους παραπάνω τρόπους και να παραμένει λανθάνουσα για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να φτάσει σε προχωρημένο στάδιο.

Εφόσον έχουν ξεκαθαριστεί τα όσα σημειώνονται παραπάνω, είναι χρήσιμο εδώ να υπογραμμιστούν τα σχετικά με τη διάγνωση, διότι μολονότι μπορεί να έχει κάποιος κατά νου έναν πληθυσμό συμπτωμάτων, τούτο δεν αρκεί για να κάνει διάγνωση, καθώς αυτό είναι δουλειά του ειδικού ψυχικής υγείας. Για παράδειγμα, η διάγνωση στην παιδική ή εφηβική ηλικία είναι δυνατόν να καθυστερήσει, καθώς τα συμπτώματα ενδεχομένως να αποκλείονται λόγω ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης ηλικίας και κατ’ επέκταση συμπεριφοράς. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η περίοδος της εφηβείας χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, ψυχικές διακυμάνσεις και ευερεθιστότητα, χωρίς όλα αυτά να μαρτυρούν κατάθλιψη.

Εν γένει, τα παιδιά συμβαίνει να βιώνουν διαφορετικά συμπτώματα ανάλογα με την ηλικία τους και τις περιστάσεις. Η έλλειψη ενδιαφέροντος, για παράδειγμα, προς το σχολείο είναι μια συχνή συμπεριφορά της παιδικής – εφηβικής ηλικίας, ενώ την ίδια περίοδο ενδέχεται να υπάρξει ενδιαφέρον προς το αλκοόλ, το τσιγάρο και ούτω καθεξής. Ωστόσο, πιο σπάνιες είναι οι απόπειρες αυτοκτονίας σε αυτές τις ηλικίες, ακόμα και στην περίπτωση της κατάθλιψης.

Δεν πρέπει να λησμονηθεί εδώ ότι σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται η λεγόμενη συννοσηρότητα της κατάθλιψης με άλλες ψυχικές διαταραχές. Συγκεκριμένα, έχει λεχθεί ότι περίπου ένα ποσοστό 58% των ατόμων με μείζονα κατάθλιψη υποφέρει από συμπτώματα αγχώδους διαταραχής ισόβια, ενώ το άγχος σε συνδυασμό με την κλινική κατάθλιψη είναι αρκετά σοβαρή περίπτωση και δυσχεραίνει πιο πολύ την κατάσταση.

Όσον αφορά στη θεραπεία της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής, αυτή περιλαμβάνει εν γένει αντιμετώπιση κάθε καταθλιπτικού επεισοδίου, την πρόληψη σε υποτροπιάσεις καθώς και την προστασία του πάσχοντος από κάθε περίπτωση αυτοκαταστροφής. Ουσιαστικά για να επιτευχθούν όλα αυτά είναι οπωσδήποτε απαραίτητη η ψυχοθεραπεία. Όσο πιο έγκαιρα απευθυνθεί κανείς σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας, τόσο το καλύτερο για τη θεραπεία του.

Σε ορισμένες περιπτώσεις και όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο προτείνεται και φαρμακευτική αγωγή για τη θεραπεία του ασθενή, η οποία ωστόσο είναι συνοδευτική με την ψυχοθεραπεία και σε καμία περίπτωση δεν την υποκαθιστά. Γενικότερα υπάρχουν πολλές και διαφορετικές μέθοδοι για τη θεραπεία της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής, ενώ στην περίπτωσή μας προτιμάται ένα συνθετικό μοντέλο συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας, το οποίο εστιάζει κατά κύριο λόγο σε γνωσιακές τεχνικές και στην κλινική υπνοθεραπεία μέσω βιοθυμικής προσέγγισης.

Στις μέρες μας άλλωστε οι θεραπευτικές δυνατότητες απέναντι στην κατάθλιψη είναι αρκετά εξελιγμένες και με ελπιδοφόρα αποτελέσματα, αρκεί ο ασθενής να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό και να ζητήσει βοήθεια με στόχο τη θεραπεία του.

Νεκτάριος Κοσμάς

enallaktikidrasi.com

(15)