Μια νέα, μεγάλης κλίμακας μελέτη δίνει σαφείς απαντήσεις σε ένα ερώτημα που απασχολεί γονείς, εκπαιδευτικούς και επιστήμονες: Τα social media προκαλούν κατάθλιψη στα παιδιά ή τα ήδη καταθλιπτικά παιδιά απλώς περνούν περισσότερο χρόνο σε αυτά;
Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου! Το θαυματουργό ρόφημα που θα ανακουφίσει τον πόνο σου
Η ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια παρακολούθησε σχεδόν 12.000 παιδιά ηλικίας 9-10 ετών και τα επανεξέτασε τρία χρόνια αργότερα, όταν ήταν 12-13 ετών. Διαπιστώθηκε ότι όσο περισσότερο χρόνο περνούσαν τα παιδιά στα κοινωνικά δίκτυα, τόσο αυξάνονταν και τα συμπτώματα κατάθλιψης. Συγκεκριμένα, ο μέσος χρόνος χρήσης αυξήθηκε από 7 σε 73 λεπτά ημερησίως, ενώ τα συμπτώματα κατάθλιψης αυξήθηκαν κατά 35%. Σημαντικό είναι ότι η αντίστροφη σχέση δεν επιβεβαιώθηκε: η αύξηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων δεν προέβλεπε μεγαλύτερη χρήση των κοινωνικών δικτύων στη συνέχεια. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση των κοινωνικών μέσων προηγείται και πιθανώς συμβάλλει στην εμφάνιση κατάθλιψης, και όχι το αντίστροφο. Αν και η μελέτη δεν εντόπισε το ακριβές «γιατί», προηγούμενες έρευνες επισημαίνουν ως βασικούς κινδύνους τον διαδικτυακό εκφοβισμό (cyberbullying) και τη διαταραχή του ύπνου.
Μάλιστα, σε σχετική μελέτη της ίδιας ομάδας, παιδιά 11-12 ετών που υπέστησαν cyberbullying είχαν 2,6 φορές περισσότερες πιθανότητες να αναφέρουν αυτοκτονικό ιδεασμό ή απόπειρα αυτοκτονίας τον επόμενο χρόνο, ενώ ήταν και πιο επιρρεπή σε πειραματισμό με ουσίες. Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής προτείνει τη χρήση εργαλείων όπως το Family Media Plan για την ανάπτυξη υγιών ψηφιακών συνηθειών σε όλη την οικογένεια. Οι ειδικοί τονίζουν ότι η ανοιχτή συζήτηση, το καλό παράδειγμα από τους γονείς και ο ορισμός «οικογενειακών στιγμών χωρίς οθόνες» (όπως στα γεύματα ή πριν τον ύπνο) είναι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές από την απλή απαγόρευση. Η νέα μελέτη παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι η αυξημένη χρήση των κοινωνικών δικτύων μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη καταθλιπτικών συμπτωμάτων στα παιδιά και τους εφήβους, επισημαίνοντας την ανάγκη για προσεκτική διαχείριση της ψηφιακής ζωής των νεότερων γενιών.