Η γνώμη του ανήλικου παιδιού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, εφόσον έχει οριστικά διασπαστεί η έγγαμη συμβίωση μεταξύ των δύο γονέων του και πλέον έχουν προσφύγει στην Δικαιοσύνη για την ρύθμιση της επιμέλειας της επικοινωνίας και της διατροφής, αναλόγως την ωριμότητα του, υπό την έννοια ότι η διατύπωση της γνώμης του, είναι καθοριστική αρκεί να αποδεικνύεται εκ μέρους του δικαστή ότι είναι αβίαστη, ανεπηρέαστη και αυθόρμητη από τρίτους.
Το ανήλικο τέκνο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αυτόνομη προσωπικότητα και η γνώμη του να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το δικαστήριο, υπό τον όρος βεβαίως ότι συγκλίνει προς την εξυπηρέτηση του συμφέροντός του ως προσωπικότητα και τείνει προς την περαιτέρω πρόοδο και εξέλιξή του.
Η αυτόνομη εκδήλωση της βουλήσεώς του παιδιού ζητείται σε δύο κυρίως θεμελιώδεις περιστάσεις, αφενός στην περίπτωση διεκδίκησης της επιμέλειας μεταξύ των δύο γονέων, προς της έκδοσης της οριστικής αποφάσεως και αφετέρου όταν μολονότι έχει εκδοθεί απόφαση ρύθμισης του δικαιώματος της επικοινωνίας, αλλά ο ίδιος ο γονέας το ασκεί καταχρηστικά (νοείται το δικαίωμα επικοινωνίας), δηλαδή με τρόπο, που προσβάλλει την προσωπικότητα του τέκνου και εν γένει βλάπτει καταφώρως το συμφέρον του (ηθικώς επίμεμπτο τρόπο, πρόκληση σωματικής βλάβης, λεκτική, ψυχική βία κ.α).
Το ακανθώδες λοιπόν σημείο είναι όπως προανέφερα, όταν το ίδιο το παιδί αρνείται να ακολουθήσει τον γονέα που ασκεί το δικαίωμα της επικοινωνίας συγκεκριμένες ώρες και ημέρες, όπως αυτές προκαθορίζονται στην εκάστοτε δικαστική απόφαση, δίχως η άρνηση αυτή του τέκνου να ανάγεται κατ’ ανάγκη, στην αιτιώδη επίδραση ή στην ηθική αυτουργία της μητέρας ως προς την παρεμπόδιση αυτής (της επικοινωνία ή της μη εν γένει ανοχής αυτής), προς τον άλλο γονέα.
Κατά κανόνα η ρητή και επισταμένη άρνηση του παιδιού συνιστά εκδήλωση δυσαρέσκειας λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς του έτερου γονέα, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από την εξέταση του παιδιού από ειδικό παιδοψυχίατρο δημοσίου Νοσοκομείου, δυνάμει Εισαγγελικής Παραγγελίας, αλλά και από τις επανειλημμένες και κατηγορηματικές αρνήσεις του παιδιού ενώπιον τρίτων μαρτύρων.
Η διαδικασία εξέτασης του παιδιού διασφαλίζει το βάσιμο και αληθές των λόγων άρνησης του, αν δηλαδή η άρνησή του οφείλεται πράγματι σε κακή, καταχρηστική, αντιπαιδαγωγική και ηθικώς αξιόμεμπτη και εν γένει ανοίκεια συμπεριφορά του γονέα προς το τέκνο, ή εξ αντιδιαστολής το ίδιο το παιδί φαντάζεται πράγματα ή εκδηλώνει τάσεις υποβολιμαίες από τον γονέα που ασκεί την επιμέλεια με σκοπό απλώς να αποξενώσει το τέκνο από τον έτερο γονέα.
Κατά συνέπεια λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν ο γονέας που ασκεί την επικοινωνία και το ίδιο το παιδί αρνείται να τον ακολουθήσει δια τους ως άνω λόγους υποβάλλει κατά κανόνα μήνυση προς τον γονέα που ασκεί την επιμέλεια – δια παράβαση του άρθρου 232Α του Ποινικού Κώδικα – η μήνυση όμως δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει ενώπιον του Ποινικού ακροατηρίου, διότι εκ της επισκόπησης των γεγονότων εκ των οποίων το ανήλικο τέκνο αρνείται αποδεδειγμένα δεν θεμελιώνουν τον δόλο της μητρός να ματαιώσει ή να παρεμποδίσει την επικοινωνία του τέκνου κατά παράβαση του άρθρου 1520 παράγραφος 2 του Α.Κ
Σύμφωνα με – το άρθρο 950 παρ 2 Κ.Πολ.Δ – αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, η απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία μπορεί να απειλήσει με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της το γεγονός ότι εκείνος που παρεμποδίζει το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο ενεργεί με πρόθεση ματαιώσεως και αποτροπής αυτής, πράγμα το οποίο επιτυγχάνεται και όταν ο υπόχρεος παροτρύνει ή εξωθεί το τέκνο να αποφύγει την επικοινωνία.
Όταν όμως η επικοινωνία ματαιώνεται λόγω αρνήσεως του τέκνου να επικοινωνήσει με το γονέα του, η ματαίωση αυτή δεν οφείλεται αναγκαστικά, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε επίδραση του γονέα, όπως και ανέφερα ανωτέρω, που έχει υποχρέωση από το ουσιαστικό δίκαιο (1520 Α.Κ) να ανεχθεί την επικοινωνία, εφαρμόζοντας την σχετική δικαστική απόφαση, ενώ εξάλλου δεν θεσπίζεται με οποιονδήποτε κανόνα υποχρέωση αυτού να κάμψει την ανωτέρω άρνηση του, πειθαναγκάζοντας το προς τον σκοπό αυτό το τέκνο του με κάθε μέσο. (ΑΠ 429/2002, ΑΠ 1465/ 1998, ΑΠ 422/ 1999)
Εν κατακλείδι λοιπόν, η γνώμη του τέκνου καθίσταται καταλυτική σε αμφότερες τις ως άνω φάσεις, αφενός στην διεκδίκηση της επιμέλειας καθώς και στην κατηγορηματική άρνηση του τέκνου να ακολουθήσει τον γονέα που ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας βάσει δικαστικής αποφάσεως.
(Πηγή: http://www.katsivardas-dimitriadou.gr)
Το άρθρο υπογράφει ο Χαράλαμπος (Χάρης) Β. Κατσιβαρδάς – Δικηγόρος & συγγραφέας.
(*Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία δείτε εδώ: https://bit.ly/2pZrZ66)