Στη χώρα μας και παντού, η βία έχει πάψει να είναι απρόσμενη και σπάνια, αλλά γίνεται όλο και περισσότερο μια καθημερινή εμπειρία.
Κάποιες φορές εκδηλώνεται στο δρόμο, σε μια σύγκρουση δίχως λόγια. Άλλες φορές τη βιώνουν οι άνθρωποι στα βλέμματα, στη γλώσσα, στην αίσθηση μιας απειλής που αιωρείται. Κι άλλοτε, αυτή η βία φωλιάζει μέσα στο σώμα, σαν κόμπος στο στομάχι, σαν βάρος στο στέρνο, σαν ανεξέλεγκτος παλμός που δεν βρίσκει διέξοδο.
Η βία, σήμερα, δεν ανήκει μόνο στους τίτλους των ειδήσεων ή στα πεδία των πολέμων. Έχει εισβάλει για τα καλά στα σχολεία, στα σπίτια, στις σχέσεις, στα ψηφιακά περιβάλλοντα, στις καρδιές των ανθρώπων. Δεν μιλάμε πια για μεμονωμένα επεισόδια, αλλά για μια νέα κανονικότητα που συνηθίζουμε χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε.
Μα η βία δεν είναι φυσική. Δεν είναι αναγκαία. Είναι πάντοτε ένα σύμπτωμα· μια έκφραση πόνου, απελπισίας, αποσύνδεσης. Και όσο η βία αυξάνεται, τόσο περισσότερο αποκαλύπτει τις ρωγμές που διέπουν τις κοινωνίες μας: το χάσμα ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, της διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, το τραύμα στην ελπίδα ότι ο άλλος μπορεί να μας ακούσει χωρίς να μας μειώσει ή να μας απορρίψει.
Η ανάγκη για κατανόηση αυτής της διάχυτης βίας δεν είναι μόνο ακαδημαϊκή ή πολιτική. Είναι υπαρξιακή. Οφείλουμε να σταθούμε απέναντι στη βία όχι μονάχα με μέσα αποτροπής, αλλά με στοχασμό και με την επίγνωση ότι κάθε βίαιη πράξη λέει κάτι που δεν ειπώθηκε αλλιώς. Να ακολουθήσουμε το νήμα που συνδέει τη βία των ανηλίκων με τη βία των ενηλίκων και με εκείνη που ξεσπάει ανάμεσα στα κράτη ή τις διαφορετικές φυλές της ανθρωπότητας. Γιατί η βία δεν διαχωρίζεται και δεν ταξινομείται. Είναι ένα συνεχές ρεύμα, που διαμορφώνεται, εναλλάσσεται, αλλά δεν αλλάζει ουσία.
Αν μπορέσουμε να αφουγκραστούμε τις ρίζες της, τότε ίσως καταφέρουμε να μιλήσουμε και για τη θεραπεία της. Όχι με όρους τιμωρίας, αλλά με όρους επανένωσης – με τον εαυτό, με τον άλλο, με το ανθρώπινο μέτρο που ξεχνάμε.
Δεν είναι κάτι καινούργιο να βλέπουμε παιδιά που χτυπούν, που βρίζουν, που εκφοβίζουν. Όμως η ένταση έχει αλλάξει. Σήμερα, τα περιστατικά ανήλικης βίας δεν περιορίζονται σε επιθετικές φάρσες ή καβγάδες της αυλής. Βλέπουμε ολόκληρες συμμορίες εφήβων να κυνηγούν το «θέαμα», να καταγράφουν στο κινητό και να διακινούν τη ντροπή του άλλου σαν να πρόκειται για παιχνίδι.
Η ψυχολογία μας διδάσκει ότι ενώ η βία είναι ενστικτώδης στον άνθρωπο, πίσω από κάθε επιθετική πράξη κρύβεται σχεδόν πάντα μια μορφή ψυχικής δυσφορίας, μια κατάσταση κατά την οποία ένας άνθρωπος νιώθει έντονη συναισθηματική αναστάτωση, σύγχυση, θλίψη ή θυμό χωρίς να υπάρχει πάντα ξεκάθαρη αιτία. Όταν ένα παιδί μεγαλώνει χωρίς συναισθητική καθοδήγηση, χωρίς ουσιαστική επαφή, χωρίς ασφαλές πλαίσιο, τότε η βία δεν έρχεται ως επιλογή, αλλά ως κραυγή. Και αυτή η κραυγή, πολύ συχνά, δεν ακούγεται γιατί οι ενήλικες γύρω από το παιδί – πολύ απασχολημένοι με υπερβολικές απαιτήσεις επιβίωσης – μαθαίνουν να ακούν μόνο τις λέξεις αλλά όχι τις σιωπές.
Από την άλλη, ένας ενήλικας που φωνάζει, που χειραγωγεί, που χτυπά ή απειλεί, δεν διαφέρει πολύ από το παιδί που πετάει πέτρες. Έχει απλώς αντικαταστήσει την παιδική παρόρμηση με την κουρασμένη, σχεδόν μηχανική, επανάληψη της βίας που υπέστη ο ίδιος. Η ενήλικη βία εκδηλώνεται στις διαπροσωπικές σχέσεις, στους δρόμους, στα μέσα ενημέρωσης, στις δομές εξουσίας. Ο φιλόσοφος Σίγκμουντ Μπάουμαν έλεγε ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι ρευστές, «τα πάντα αλλάζουν μορφή πριν προλάβεις να τα σταθεροποιήσεις». Και όταν δεν υπάρχει σταθερότητα σε έναν κόσμο υπερσυνδεδεμένο, με αυξανόμενη περιπλοκότητα και συνάμα μεγάλη ευθραστότητα, ο άνθρωπος καταλήγει να αμύνεται απέναντι σε όλους και σε όλα. Η άμυνα γίνεται βία. Ο φόβος, επιθετικότητα.
Σε αυτή την ασταθή πραγματικότητα των ενηλίκων, η βία αποκτά και τις πιο τερατώδεις διαστάσεις της: γίνεται ξανά πόλεμος, παρά την πρόοδο και τον πολιτισμό. Κράτη που εισβάλλουν, που διεκδικούν, που σκορπούν τρόμο με το πρόσχημα της «ασφάλειας» ή της «ιστορικής δικαιοσύνης». Είναι άραγε οι πόλεμοι προϊόν μόνο της πολιτικής ή μήπως αντανάκλαση της ατομικής ψυχικής απορρύθμισης σε συλλογικό επίπεδο;
Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Νόρμπερτ Ελίας υπέδειξε πως η διαδικασία του «εκπολιτισμού» απαιτεί να μάθουμε να επεξεργαζόμαστε τη βία μέσα μας. Δηλαδή να ιεραρχούμε τη λογική πριν το συναίσθημα. Όταν αυτό αποτυγχάνει, είτε σε ατομικό είτε σε πολιτικό επίπεδο, τότε η βία ξεχειλίζει ξανά σαν το ποτάμι που έσπασε το φράγμα του. Ένας πόλεμος δεν είναι μόνο γεωστρατηγικό γεγονός. Είναι μια διαπλανητική μορφή απελπισίας. Μια κραυγή από έθνη που δεν βρήκαν άλλη διέξοδο να διαπραγματευτούν την ύπαρξή τους παρά μέσα από τον αφανισμό του άλλου. Η βία μας δείχνει πάντοτε αυτό που λείπει: τρυφερότητα, αποδοχή, επικοινωνία, δομές, κοινότητα. Δεν υπάρχει βίαιος άνθρωπος που αγαπήθηκε αληθινά και με διάρκεια. Δεν υπάρχει πόλεμος που ξεκίνησε εκεί που υπήρχε διάλογος και κατανόηση.
Ο Καμύ είχε γράψει ότι «στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα πως υπήρχε μέσα μου ένα αήττητο καλοκαίρι». Η βία δεν είναι το τέλος. Είναι το σύμπτωμα. Ο βαθύτερος στόχος – ατομικά και συλλογικά – δεν είναι να εξαλείψουμε τη βία με νόμους ή μέτρα καταστολής, αλλά να ακούσουμε με προσοχή εκείνα που την γεννούν. Να σταθούμε πλάι στο παιδί που ουρλιάζει από μέσα του, ακόμη και αν αυτό σημαίνει να εγκαταστήσουμε έναν ψυχολόγο με διδακτική ώρα στο σχολείο – όπως ο γυμναστής ή ο καθηγητής των καλλιτεχνικών. Να κοιτάξουμε τον ενήλικα όχι σαν απειλή, αλλά σαν πληγή που δεν επουλώθηκε και να του προσφέρουμε μεγαλύτερη πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας καταπολεμώντας το στίγμα. Να χτίσουμε διεθνείς σχέσεις όχι πάνω στην ισχύ, αλλά στην ιστορική συγχώρεση και τη συνύπαρξη. Μόνο τότε, η βία θα πάψει να μας καθορίζει. Και θα γίνει, τελικά, ένα αποτύπωμα του παρελθόντος μας. Όχι του πεπρωμένου μας.