Πώς μαθαίνουμε στο παιδί να προσπαθεί μόνο του και να ξεπερνά τις αποτυχίες; Πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε κίνητρα στα παιδι; Η κυρία Ελίνα Γκίκα, PhD, Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, Διευθύντρια Τμήματος Ψυχικής Υγείας Νοσοκομείου ΜΗΤΕΡΑ αναλύει πώς μπορούμε να εμπνεύσουμε τα παιδιά μας
Όχι, δεν είναι εύκολο να κερδίσει κανείς εκατομμύρια ή να διακριθεί σε ένα άθλημα. Είναι όμως εφικτό. Oι επιτυχίες απαιτούν προσπάθεια, θάρρος και πειθαρχία. Αλλά για να το καταλάβουν τα παιδιά μας χρειάζεται να το πιστεύουμε πρώτα οι ίδιοι και να έχουμε κάποιους κανόνες κατά νου!
Την εποχή της αφθονίας, της ταχύτητας, της άμεσης απόδοσης, η προσπάθεια δεν είναι ένα ιδανικό που βρίσκεται στη μόδα. Είναι δύσκολο να μεταλαμπαδευτεί η αξία και το βίωμα της προσπάθειας, όταν εν μία νυκτί «ριάλιτι σόους» προσφέρουν ολόκληρες καριέρες σε ανθρώπους, όταν «ινφλουένσερς» προβάλλουν μια πλαστή «άπιαστη» ζωή στα κοινωνικά τους δίκτυα, όταν σύγχρονοι καλλιτέχνες ρομαντικοποιούν τον γρήγορο πλουτισμό μέσα από παράνομες δραστηριότητες.
Όπως πολύ εύστοχα έχουν περιγράψει οι ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές Claude Boukobza και Hélène Brunschwig και ο ψυχίατρος Xavier Pommereau (2021), ζούμε υπό την επιρροή εφήμερων προτύπων. Συχνά τα είδωλα, από το χώρο του θεάματος έως το χώρο του αθλητισμού, κατεβαίνουν από το βάθρο τους όσο γρήγορα ανέβηκαν σε αυτό. Όλα συμβάλλουν στο να δοθεί η αίσθηση ότι η δόξα αποκτάται με το χτύπημα ενός μαγικού ραβδιού, αβίαστα, όπως ακριβώς και φεύγει. Η ζωή μας προσομοιάζει όλο και περισσότερο σε τηλεζάπινγκ: μου αρέσει-δεν μου αρέσει. Δεν μου αρέσει; Το πετάω, προχωρώ. Έχοντας αυτές τις προσλαμβάνουσες, τα παιδιά, πολλώ δε μάλλον τα έφηβα παιδιά, οδηγούνται να πιστέψουν ότι τα επιτεύγματα είναι θέμα γοητείας, έλξης, αποπλάνησης και τύχης και όχι μόχθου, κόπου και επιμονής.
Η προσπάθεια ήταν πάντα ένα ενήλικο ιδανικό. Το χαρακτηριστικό της παιδικής ψυχικής ζωής είναι να οδηγείται από την αρχή της ευχαρίστησης, την άμεση ικανοποίηση. Η αγάπη για την προσπάθεια δεν υπήρξε ποτέ πηγαία. Είναι ο καρπός της μάθησης, πρόκειται για μια συνειδητοποίηση, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί δίχως τη βοήθεια των ενηλίκων, οι οποίοι έχουν πειστεί ότι το «κάνω προσπάθεια» δεν είναι μια έκφραση κενή νοήματος. Κάνω μια προσπάθεια σημαίνει νικάω την αντίσταση, εξωτερική ή εσωτερική, για την επίλυση ενός προβλήματος ή την επίτευξη ενός στόχου. Η προσπάθεια διαμορφώνει μια διαφορετική στάση απέναντι στον χρόνο. Τα παιδιά που αναγκάζονται να προβούν σε μια ενέργεια τώρα για να αποκτήσουν κάτι αργότερα, συνεπάγεται πως βγαίνουν από τη μοναδική και άμεση αίσθηση του παρόντος για να σκεφτούν το μέλλον, την αφηρημένη αυτή έννοια. Εξάλλου, το να παρακινεί κανείς τον εαυτό του προϋποθέτει ότι είναι ικανός να φανταστεί το αποτέλεσμα, την ευχαρίστηση που θα βιώσει μετά.
Η προσπάθεια σε κάθε ηλικία
• Πρώιμη παιδική ηλικία: Ορισμένες προσπάθειες είναι αυθόρμητες, ειδικά όταν το παιδί θέλει να μιμηθεί άλλους. Σε άλλους τομείς, χρειάζεται τόνωση: να φοράει το παλτό του μόνος του, να επαναλαμβάνει μια δύσκολη λέξη, να φτιάχνει ένα κτίριο με Lego. Αυτό που τον παρακινεί είναι να ευχαριστήσει τους γονείς, να προκαλέσει την έγκρισή τους. Λατρεύει να αποκτήσει αυτονομία και να δείξει τι μπορεί να κάνει. Η πολεμική του κραυγή; «Εγώ μόνος μου! »
• Παιδική ηλικία: Συνεχίζει να θέλει να ευχαριστεί τους γονείς του, στους οποίους προστίθενται η δασκάλα, οι φίλοι, τα μεγαλύτερα παιδιά. Το παιδί σε αυτή την ηλικία μαθαίνει να διαχειρίζεται το χρόνο του. Συχνά χρειάζεται να του υπενθυμίζετε ότι ήρθε η ώρα να κάνετε τα μαθήματά του ή να κάνει ντους.
• Εφηβεία: Η έγκριση από τους συνομηλίκους υπερισχύει της έγκρισης των γονέων. «Μην γελάς γι’ αυτό» μπορεί να είναι ο τρόπος να ανακτήσουν το χρόνο και το χώρο τους. Χρειάζεται, για παράδειγμα, να του υπενθυμίζετε τη σημασία που έχουν για αυτόν οι στόχοι που θέτει και τί θα στερηθεί αν δε δουλέψει
Πώς εμπνέεται ένα παιδί να προσπαθήσει;
Η καταβολή προσπάθειας προϋποθέτει θέληση από μέρους του ατόμου ή, όπως θα λέγαμε στη γλώσσα της Ψυχολογίας, προϋποθέτει «κίνητρο». Το κίνητρο αποτελεί την κινητοποιό δύναμη, που ωθεί ένα άτομο να εκδηλώσει και να διατηρήσει συμπεριφορές προσανατολισμένες σε έναν συγκεκριμένο στόχο. Τα κίνητρα υποκινούν τις δράσεις μας, ενώ είναι παρόντα σχεδόν σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αποτελούν τον πυρήνα των φιλοδοξιών και των επιτευγμάτων του ανθρώπου. Κατά συνέπεια, τα κίνητρα συνιστούν παράγοντα ζωτικής σημασίας για την επιτυχή ανταπόκριση των παιδιών μας στις σχολικές και ακαδημαϊκές απαιτήσεις, αλλά και στην εκπλήρωση υψηλών στόχων καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Η κινητήριος δύναμη που ενεργοποιεί την προσπάθεια των παιδιών δε διαμορφώνεται πάντοτε με τους ίδιους τρόπους ή υπό τους ίδιους όρους, με συνέπεια κάθε φορά να φέρει και διαφορετικά αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, τα κίνητρα διακρίνονται σε εσωτερικά και εξωτερικά. Ως εσωτερικά κίνητρα ορίζονται όσα πυροδοτούνται από προσωπικό ενδιαφέρον και περιέργεια για μια δραστηριότητα. Η δραστηριότητα αυτή μπορεί να είναι καινοφανής, διασκεδαστική ή απολαυστική για το άτομο, το οποίο εμπλέκεται σε αυτήν για ψυχαγωγικούς λόγους. Στον αντίποδα, τα εξωγενή κίνητρα αποτελούν τις εξωτερικές ανταμοιβές ή τις επιπτώσεις που έπονται της εκδήλωσης μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς και το άτομο θέλει να αποφύγει.
Στη γλώσσα του Συμπεριφορισμού και του Μοντέλου της «Συντελεστικής Συμπεριφοράς» που εισήγαγε ο B.F Skinner, οι θετικές και αρνητικές ενισχύσεις, αλλά και οι τιμωρίες που ακολουθούν μια ενέργεια προβλέπουν την εκδήλωση της ίδιας ενέργειας στο μέλλον. Με λίγα λόγια, τα παιδιά που ενισχύονται θετικά για την προσπάθειά τους, είτε μέσω λεκτικής επιβράβευσης, είτε μέσω υλικών ανταμοιβών είναι πιο πιθανό να συνεχίσουν να μοχθούν για ένα καλό αποτέλεσμα. Αντίστοιχα, τα παιδιά που ενισχύονται αρνητικά, δηλαδή στερούνται ενός ευχάριστου ερεθίσματος, ή τιμωρούνται, δηλαδή έρχονται αντιμέτωπα με ένα δυσάρεστο ερέθισμα, επειδή δεν καταβάλουν την απαιτούμενη προσπάθεια, είναι πιο πιθανό την επόμενη φορά να καταβάλουν μεγαλύτερη προσπάθεια. Παραδείγματος χάριν, όταν ένα παιδί που ολοκλήρωσε τις σχολικές του εργασίες στην ώρα του επιβραβεύεται με μια βόλτα στο πάρκο (θετική ενίσχυση, παρουσίαση ενός θετικού ερεθίσματος) ή με την αποδέσμευσή του από μια βαρετή οικογενειακή επίσκεψη (αρνητική ενίσχυση, απομάκρυνση ενός αρνητικού ερεθίσματος), είναι πιθανότερο να παραμείνει συνεπές με το σχολικό του διάβασμα και τις επόμενες ημέρες. Αντίστοιχα, όταν ένα παιδί που αγνόησε τις σχολικές του υποχρεώσεις τιμωρηθεί με την απομάκρυνση ενός θετικού ερεθίσματος, παραδείγματος χάριν με το να μην παρακολουθήσει την αγαπημένη του παιδική εκπομπή στην τηλεόραση, είναι πιθανότερο στο μέλλον να γίνει πιο συνεπές με τις εργασίες του.
Πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε κίνητρα στα παιδιά μας;
Σύμφωνα με έρευνες στο πεδίο της Γνωσιακής Νευροεπιστήμης, τα εξωγενή κίνητρα προάγουν την προσπάθεια των παιδιών στις εκάστοτε δραστηριότητες καθώς οι ενισχύσεις ενεργοποιούν το σύστημα ανταμοιβής στον εγκέφαλο. Εντούτοις, έρευνες στην Κοινωνική Ψυχολογία καταδεικνύουν πως οι εξωτερικές ανταμοιβές δεν προωθούν πάντοτε την επιθυμία για προσπάθεια. Όταν παρουσιάζονται εξωγενή κίνητρα σε μια ενδιαφέρουσα εργασία που θα εκτελείτο ούτως ή άλλως δίχως αυτά, τα εγγενή κίνητρα υπονομεύονται. Επομένως, η χρήση ανταμοιβών σε φύσει ενδιαφέρουσες δραστηριότητες είναι περιττή, ενώ μπορεί να μειώσει και την πιθανότητα για μελλοντική εγγενώς κινητοποιούμενη ενασχόληση με τη δραστηριότητα. Παραδείγματος χάριν, ένας γονιός που ανταμείβει το παιδί του με την αγορά παιχνιδιών (εξωτερικό κίνητρο), επειδή διάβασε και αρίστευσε στα μαθηματικά που ούτως ή άλλως αγαπά να διαβάζει (παρουσία εσωτερικού κινήτρου), μειώνει το μελλοντικό εσωτερικό κίνητρο του παιδιού να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο μάθημα κινητοποιούμενο απλώς και μόνο από το ενδιαφέρον του για αυτό.
Στη σύγχρονη έρευνα υποστηρίζεται η άποψη ότι η συμπεριφορά εξαρτάται περισσότερο από τις γνωστικές λειτουργίες και όχι μόνο από τα αναμενόμενα αποτελέσματά της. Συνεπώς, ο καλύτερος τρόπος τα παιδιά να καλλιεργήσουν κίνητρα και να καταβάλλουν προσπάθεια στη μαθησιακή διαδικασία είναι οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να διαμορφώνουν συνθήκες που καλλιεργούν τα εσωτερικά κίνητρα και να χρησιμοποιούν φειδωλά εξωγενείς ανταμοιβές. Ειδικότερα, προτρέπουμε να καλλιεργηθούν στα παιδιά τα αισθήματα της αυτό-αποτελεσματικότητας, της προσωπικής ευθύνης και της αυτοπεποίθησης στις διάφορες δραστηριότητες τους. Πιο αναλυτικά και σύμφωνα με τη Θεωρία της αυτό-αποτελεσματικότητας που εισήγαγε ο Bandura (1982), ένα άτομο που πιστεύει στις ικανότητές του είναι πιο πιθανό να θέτει στόχους, να αναλαμβάνει και να ολοκληρώνει εργασίες, να προσπαθεί και να επιμένει για την επίτευξη ενός αποτελέσματος. Αντίστοιχα, ένα παιδί με εσωτερικό κέντρο ελέγχου, που αναλαμβάνει την ευθύνη της μαθησιακής του πορείας και αποδίδει τις καλές του επιδόσεις στην προσωπική του προσπάθεια ή στην απουσία αυτής και όχι σε εξωγενείς παράγοντες όπως η τύχη, τη δυσκολία της δραστηριότητας ή στον εκάστοτε κριτή. Με αυτό τον τρόπο, είναι πιθανότερο να εκδηλώσει θετικές κινητοποιημένες συμπεριφορές όπως η στοχοθεσία και η επικέντρωση στην απόκτηση εφοδίων. Ένα παιδί που συνδυάζει αμφότερες την αυτό-αποτελεσματικότητα και την αίσθηση ευθύνης για τις επιδόσεις του έχει περισσότερη αυτοπεποίθηση σε κάθε δραστηριότητα που μαθαίνει (π.χ μουσική, αθλήματα, γλώσσα) και δεν αποφεύγει τις απαιτητικές εργασίες προκειμένου να διαφυλάξει μια εύθραυστη αυτοεικόνα.
Άλλος ένας τρόπος να δημιουργηθούν κίνητρα που θα ωθήσουν τα παιδιά να προσπαθήσουν είναι να αναδεικνύεται η αξία της εκάστοτε δραστηριότητας. Σύμφωνα με τις θεωρίες προσδοκίας- αξίας, προκειμένου ένα άτομο να εμπλακεί και να εμείνει στην ενασχόληση με μια δραστηριότητα πρέπει πρώτα να συνυπολογίσει την αξία που έχει η επίδοσή του σε αυτήν, το εάν είναι ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική για τον ίδιο, την χρησιμότητά της για παρόντες ή μελλοντικούς στόχους και το κόστος συμμετοχής σε αυτήν, δηλαδή τις ενδεχόμενες επιπτώσεις όπως το άγχος ή ο φόβος αποτυχίας. Συνεπώς, μια εργασία κατανοητή, με μέτριο επίπεδο δυσκολίας που δεν αποθαρρύνει τα παιδιά και παρουσιάζει συσχέτιση με τα ενδιαφέροντα και τα ζητήματα που τους απασχολούν, είναι ιδανική για την κινητοποίηση της προσοχής και της συμμετοχικότητάς τους. Είναι θεμιτό οι γονείς να παρουσιάζουν τους λόγους που μια τέτοια δραστηριότητα είναι σημαντική και να παρέχουν στα παιδιά εποικοδομητική ανατροφοδότηση σε σχέση με την εξέλιξή τους, στοχεύοντας στην ενίσχυση της προσπάθειάς τους. Ένα παιδί παρακινείται ακόμη περισσότερο, όταν αντιλαμβάνεται το ενδιαφέρον του και την αξία της οποιαδήποτε δραστηριότητας: «να μάθεις να διαβάζεις για να βυθιστείς σε μια όμορφη ιστορία, απομνημόνευσε αυτή την απαγγελία, γιατί είναι απλώς όμορφη».
Ακόμα και στον τομέα του αθλητισμού και της αναψυχής είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι προτιμήσεις των παιδιών. Για να κινηθείς, πρέπει να έχεις κίνητρο, να νιώθεις επιθυμία για τον προτεινόμενο στόχο. Επιπλέον, τα παιδιά λατρεύουν να κάνουν προσπάθειες παρακινούμενα από τις δικές τους επιθυμίες και τους δικούς στόχους για να αισθάνονται μεγαλύτερα και πιο ανεξάρτητα. Σύμφωνα με τους Broussard & Garrison (2004), με αυτόν τον τρόπο ωθούνται να θέτουν υψηλούς μαθησιακούς στόχους (mastery goals) και όχι στόχους επίδοσης (performance goals), με αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζουν τη νέα πληροφορία χρησιμοθηρικά, αλλά να την αφομοιώνουν και να την κάνουν κτήμα τους (Lai, 2011). Προκειμένου να ακολουθήσουν τις εν λόγω πρακτικές, οι γονείς χρειάζεται να χρησιμοποιούν συνετά τις ανταμοιβές και να προτιμούν τις λεκτικές επιβραβεύσεις όταν θέλουν να ενισχύσουν την προσπάθεια των παιδιών τους. Έτσι, δε θα υπονομεύουν το αίσθημα της ελεύθερης βούλησης των τελευταίων ούτε θα επηρεάσουν τη γνώμη τους για το τι πραγματικά τους ενδιαφέρει.
Σε σύνδεση με τα προαναφερθέντα, η ανάπτυξη των θεωριών αυτορρύθμισης και των βουλητικών θεωριών (self-regulated and volition theories) παρέχουν νέες στρατηγικές στο εγχείρημα δημιουργίας κινήτρου στα νεαρά άτομα. Σύμφωνα με αυτές τις θεωρίες, οι γονείς οφείλουν να είναι λιγότερο παρεμβατικοί και να στοχεύουν στην αυτονόμηση των παιδιών. Τα ίδια χρειάζεται να αναλαμβάνουν πιο κεντρικό και υπεύθυνο ρόλο στις διάφορες δραστηριότητές τους, παρακολουθώντας την πορεία τους, θέτοντας στόχους, αξιολογώντας τις επιδόσεις τους και αναπτύσσοντας μεταγνωστικές* στρατηγικές («Μεταγιγνώσκειν»: Αναφέρεται στη γνώση και την ενημερότητα του υποκειμένου για τις γνωστικές του διεργασίες. Χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η συλλογή πληροφοριών αναφορικά με το τι αισθάνεται και συνειδητοποιεί το άτομο για τις γνώσεις, τις πεποιθήσεις, τις σκέψεις, τις κρίσεις και τα αισθήματα που το χαρακτηρίζουν μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή) για τη διαχείριση των δικών τους ανταμοιβών. Οι Schunk και Zimmerman (2007) προτείνουν ότι τέτοιου είδους εκπαιδευτικές στρατηγικές αφυπνίζουν τα νεαρά άτομα, διατηρούν το ενδιαφέρον τους και αυξάνουν τα κίνητρά τους για καταβολή προσπάθειας.
Τέλος, θα αποτελούσε παράλειψη να μην επισημάνουμε ότι τα παιδιά που προσπαθούν για την εκπλήρωση μακροπρόθεσμων ή καθημερινών στόχων αισθάνονται περισσότερη ηρεμία και εμφανίζονται πιο συγκροτημένα εάν οι απαιτήσεις των γονέων τους έχουν συνέχεια και συνέπεια. Εξ ου και η σημασία των τελετουργιών, όπως η προετοιμασία της σχολικής τσάντας το προηγούμενο βράδυ, το στρώσιμο του κρεβατιού πριν το σχολείο, το διάβασμα των σχολικών μαθημάτων κάθε απόγευμα. Οι κανόνες πρέπει είναι σαφείς, ώστε το παιδί να γνωρίζει τι αναμένεται από αυτό. Το παιδί στεναχωριέται όταν επικρίνεται επειδή «δεν βοήθησε ποτέ στο σπίτι», ενώ δεν του ζητήθηκε κάτι συγκεκριμένο. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αποθαρρυντικό από ένα συστηματικό «θα μπορούσες να το κάνεις καλύτερα».
Γιατί μερικές φορές είναι δύσκολο για τους γονείς να εμφυσήσουν την αξία της προσπάθειας στα παιδιά τους;
Οι γονείς γνωρίζουν ότι ο έξω κόσμος δεν είναι πάντα ευγενικός. Δημιουργούν, έτσι, ένα προστατευτικό «κουκούλι», μερικές φορές τόσο περιοριστικό που στερούν από τα παιδιά τους την χαρά της εξερεύνησης. Παραδείγματος χάριν, ένας γονιός που κάνει την εργασία του παιδιού του για να αποφύγει έναν κακό βαθμό, το εμποδίζει να ανακαλύψει τις συνέπειες των πράξεών του, τις απαντήσεις του πραγματικού κόσμου. Σίγουρα, δεν είναι πάντα εύκολο, ειδικά μετά από μια κουραστική μέρα στη δουλειά, να αναγκάσει κανείς το παιδί του να τακτοποιήσει το δωμάτιό του. Πρέπει να εξηγήσει, να δείξει, να απαιτήσει, να ενθαρρύνει, να συγχαρεί, να επιπλήξει. Συνεπώς, το να τακτοποιήσει κανείς τα πράγματα στη θέση του παιδιού αποτελεί εξοικονόμηση χρόνου και ενέργειας για τον ίδιο. Μακροπρόθεσμα, όμως, δεν ωφελεί το παιδί.
Για να κινητοποιηθεί ένα παιδί, είναι χρήσιμο να του αφήσουμε ένα μικρό περιθώριο προκειμένου να μετρήσει τις ικανότητές του. Στα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού, η μητέρα φέρει μια συστηματική λύση στα προβλήματά του, προβλέπει μάλιστα τις ανάγκες του: για παράδειγμα, όταν ετοιμάζει το γάλα λίγο πριν το μικρό της πεινάσει. Ωστόσο, ως γονείς σταδιακά θα πρέπει να αποφεύγετε αυτές τις άμεσες «απαντήσεις για τα πάντα». Καθώς το παιδί μεγαλώνει, θα πρέπει να του επιτραπεί να βιώσει μικρές απογοητεύσεις πριν βρει μια λύση. Έτσι, του αφήνεται χώρος να βιώσει την επιθυμία, να αναπτύξει στρατηγικές, να αναπτύξει τη νοημοσύνη και τη φαντασία του.
Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε το παιδί μας να ξεπεράσει μια αποτυχία και να διατηρήσει μια κινητοποιημένη συμπεριφορά;
Βοηθώντας το να καταλάβει τί πήγε στραβά. Όταν ένα παιδί είναι πολύ μικρό, εμείς του δείχνουμε πώς να πραγματοποιήσει μια δύσκολη ενέργεια που δεν έχει καταφέρει, για παράδειγμα να μάθει να τρώει μόνο του. Όταν είναι μεγαλύτερο, είναι επίσης σημαντικό να μάθουμε στο παιδί να αναλογίζεται γιατί δεν στέφθηκαν οι προσπάθειές του με επιτυχία: Ήταν πολύ δύσκολος ο στόχος; Θα μπορούσε να το κάνει διαφορετικά; Πάνω απ’ όλα θα πρέπει να αποφεύγουμε να διατυπώνουμε απόλυτες κρίσεις του τύπου: «Μάλλον είσαι τεμπέλης», που ακυρώνουν ολόκληρο το άτομό του. Εξάλλου, αν νιώθει ότι δεν έχει έφεση σε κάτι ή ότι δε μπορεί να, γιατί να προσπαθήσει για αυτό;
Σίγουρα, είναι σημαντικό τα παιδιά να μάθουν να ανέχονται περιορισμούς, προσαρμοσμένους στην ηλικία τους, για παράδειγμα «Μπορείς να παρακολουθήσεις το τάδε πρόγραμμα, αλλά αφού έχεις ολοκληρώσει τα μαθήματά σου». Ωστόσο, οι εξηγήσεις είναι απαραίτητες όταν το παιδί ασχολείται με κάτι για πρώτη φορά ή όταν επαναστατεί. Έτσι, υπενθυμίζεται ο στόχος της προσπάθειας που απαιτείται, για παράδειγμα: «Χρειάζεται να τακτοποιήσεις το δωμάτιό σου, γιατί δε μπορείς να συγκεντρωθείς» ή «Είναι η σειρά σου να στρώσεις το τραπέζι, γιατί σε μια οικογένεια είναι σημαντικό να συμμετέχουν όλοι» ή «Συνέχισε να πηγαίνεις στα μαθήματα μπάσκετ για μία εβδομάδα ακόμα. Χρειάζεται λίγος χρόνος να γνωριστείς με τους συμπαίκτες σου και να αποφασίσεις εάν τελικά σου αρέσει το άθλημα».
Σε κάθε περίπτωση όμως, όταν ένα παιδί σταμάτα να προσπαθεί ή σταματά να θέλει να συνεχίσει να κάνει είναι σημαντικό να γίνει μια οικογενειακή διερευνητική συζήτηση ούτως ώστε να μπορέσει να εκφράσει τους λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να συνεχίσει μια δραστηριότητα, πνευματική ή αθλητική. Όταν το παιδί εκφράζει λόγους και επιχειρήματα για την αλλαγή της στάσης του, χρειάζεται να εισακούγεται η άποψή του και να γίνεται σεβαστή από τους γονείς. Στη συνέχεια, μπορεί να επιλέγεται κάτι άλλο στη θέση της προηγούμενης δραστηριότητας. Με αυτόν τον τρόπο, το παιδί έχει κάθε φορά την ευκαιρία να εξερευνήσει τον εαυτό του, να ανακαλύψει τις κλίσεις και τις προτιμήσεις του, αλλά και να διατηρήσει την κινητοποιημένη συμπεριφορά του επενδύοντας σε κάποιο άλλο αντικείμενο.
Ολοκληρώνοντας, ως γονείς που επιθυμούν να γαλουχήσουν έναν νέο άνθρωπο να πορεύεται προσπαθώντας με επιμονή και υπομονή για ό,τι αγαπά θα μπορούσατε να κρατήσετε τα λόγια του πατέρα της Ψυχολογίας Sigmund Freud «Η ιδιοσυγκρασία ενός εξερευνητή απαιτεί δύο βασικά χαρακτηριστικά, αισιοδοξία στην προσπάθεια και κριτική στο έργο».
*Η Ελίνα Γκίκα, PhD είναι Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, Διευθύντρια Τμήματος Ψυχικής Υγείας Νοσοκομείου ΜΗΤΕΡΑ
Πηγή: ygeiamou.gr