Η δακρύρροια είναι ένα πολύ συχνό σύμπτωμα. Μελέτες έχουν δείξει ότι αποτελεί τον δεύτερο συχνότερο λόγο που ένας ασθενής επισκέπτεται τον οφθαλμίατρο.
Τις περισσότερες φορές είναι κάτι παροδικό που δεν δημιουργεί προβλήματα. Σε κάποιες, όμως, περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρότερες καταστάσεις, όπως η μόλυνση (δακρυοκυστίτιδα) που απαιτούν έγκαιρη και στοχευμένη αντιμετώπιση από τον εξειδικευμένο γιατρό της δακρυικής συσκευής.
Οι καταστάσεις αυτές αφορούν κυρίως περιστατικά με βουλωμένο δακρυικό πόρο. Το δάκρυ δεν αποχετεύεται στη μύτη, λιμνάζει σε ένα κλειστό σύστημα και αναπτύσσονται μολύνσεις. Αρχικά, τις περισσότερες φορές, το πρόβλημα αρχίζει με δακρύρροια.
Στη συνέχεια…
το δάκρυ συνοδεύεται από τσίμπλα ενώ σε πιο προχωρημένες και παραμελημένες καταστάσεις δημιουργείται απόστημα στην περιοχή μεταξύ του ματιού και της μύτης. Όταν συμβεί αυτό, η κατάσταση είναι σοβαρή γιατί πολύ γρήγορα η μόλυνση σε αυτή την τόσο ευαίσθητη περιοχή μπορεί να εξαπλωθεί προς το μάτι ή τον εγκέφαλο. Όπως σε όλα τα πράγματα στην Ιατρική, το προλαμβάνειν είναι καλύτερο του θεραπεύειν. Η έγκαιρη αντιμετώπιση λύνει πολύ αποτελεσματικά και μόνιμα το πρόβλημα.
Δυστυχώς, πολλές φορές και εμείς οι οφθαλμίατροι, δεν συμβουλεύουμε σωστά τους ασθενείς μας που παρουσίαζουν συμπτώματα συμβατά με αποφραγμένο δακρυικό πόρο.
Αντί να παραπέμψουμε άμεσα τους ασθενείς αυτούς στον εξειδικευμένο γιατρό, τους αντιμετωπίζουμε πλημμελώς με κολλύρια, με “διάνοιξη” του πόρου στο γραφείο ενώ, ακόμα χειρότερα, παραπλανούμε τους ασθενείς μας να μην προβούν σε επέμβαση λέγοντας ότι είναι βάρβαρη, πονάει, χάνει αίμα και δεν πετυχαίνει.
Όλα αυτά είναι πολύ μεγάλες και επικίνδυνες πρακτικές και ανακρίβειες που το μόνο που κάνουν είναι να βάζουν σε κίνδυνο την υγεία του ασθενούς.
Η αντιμετώπιση της απόφραξης του δακρυικού πόρου είναι χειρουργική και μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους αλλά στη σύγχρονη βιβλιογραφία δύο θεωρούνται οι βασικοί τρόποι αντιμετώπισης που έχουν επικρατήσει:
Ο – πρώτος τρόπος – πραγματοποιείται με την εξωτερική, όπως λέμε, προσέγγιση. Σχεδόν σε όλους τους ασθενείς που επιλέγουν αυτό τον τρόπο, η επέμβαση γίνεται με τοπική αναισθησία. Η διάρκεια δεν υπερβαίνει την μισή ώρα, είναι ανώδυνη και δεν απαιτείται παραμονή στο νοσοκομείο. Ο ασθενής μπορεί να επιστέψει στις καθημερινές του δραστηριότητες σε λίγες (3-5) μέρες. Τα ποσοστά μόνιμης επιτυχίας είναι 95%.
Ο – δεύτερος τρόπος – γίνεται με την λεγόμενη ενδορινική προσπέλαση, δηλαδή από την μύτη. Το βασικό πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι η απουσία εξωτερικής τομής στο δέρμα. Αν και στη συντριπτική πλειονότητα των περιστατικών που επιλέγουν τον πρώτο τρόπο η τομή επουλώνεται πολύ καλά και η ουλή που αφήνει είναι ανεπαίσθητη, παρόλα αυτά, σε νέα ιδιαίτερα άτομα, μπορεί κάτι τέτοιο να οδηγήσει σε μικρό αισθητικό πρόβλημα.
Η επέμβαση στην πλειοψηφία των περιστατικών απαιτεί γενική αναισθησία, χρησιμοποιούνται εξειδικευμένα ενδοσκοπικά συστήματα και εργαλεία και ενδεχομένως να χρειαστεί ο ασθενής να παραμείνει για ένα βράδυ στην κλινική. Για τους λόγους αυτούς είναι πιο δαπανηρή μέθοδος αλλά παραμένει σχεδόν εξίσου αποτελεσματική με την εξωτερική διαδερμική προσπέλαση με ποσοστά επιτυχίας μεταξύ 90-95%.
Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος προσέγγιση στην επιλογή της μεθόδου. Η λεπτομερής ενημέρωση και συζήτηση με τον εξειδικευμένο χειρουργό θα οδηγήσει στην επιλογή κατά περίπτωση της καλύτερης μεθόδου για τον κάθε ασθενή ξεχωριστά. Το σημαντικό είναι ο θεράπων γιατρός να διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις, εμπειρία, εκπαίδευση και την ικανότητα να προσφέρει την σωστότερη κατά περίπτωση επιλογή στον ασθενή που τον εμπιστεύεται.
Μην αφήνετε ένα τόσο συχνό πρόβλημα να σας ταλαιπωρεί, να επηρεάζει την ποιότητα της ζωής σας και να σας βάζει σε κίνδυνο. Εμπιστευθείτε τον εξειδικευμένο γιατρό της δακρυικής οδού για να σταματήσετε να κρατάτε χαρτομάντηλο!
Ο Γιώργος Κ. Χαρώνης (MD, PhD) είναι Διπλωματούχος American Board of Ophthalmology, Οφθαλμοπλαστική Χειρουργική Βλεφάρων, Κόγχου & Δακρυικής συσκευής.
Ιατρικό Ινστιτούτο Οφθαλμολογίας Athens Vision.