Η εναλλαγή διάθεσης ανάμεσα στις εποχές του έτους αποτελεί σύνηθες φαινόμενο, με τις κρίσης άγχους και κατάθλιψης να αυξάνονται κατά τους χειμερινούς μήνες. Μία πιθανή εξήγηση μπορεί να αποτελεί η μείωση των επιπέδων βιταμίνης D κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Τα τελευταία χρόνια, από πλήθος ερευνών υποστηρίζεται σθεναρά η θετική συσχέτιση της κατάθλιψης με τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.
Η κατάθλιψη είναι μια ετερογενής διαταραχή με μεταβλητή πορεία. Η καταθλιπτική διαταραχή χαρακτηρίζεται κυρίως από θλίψη ή μεγαλύτερη γενικότερη ευαισθησία και συνοδεύεται από ποικίλα συμπτώματα όπως διαταραχές όρεξης, ύπνου ή/και σεξουαλικής επιθυμίας .
Στηριζόμενοι σε μελέτες παρατήρησης αλλά και παρέμβασης, όλο και περισσότεροι ερευνητές σημειώνουν τη σχέση μεταξύ της βιταμίνης D και της κατάθλιψης:
Πολλές μελέτες παρατήρησης (μελέτες ασθενών μαρτύρων, συγχρονικές και μελέτες κοορτής) έχουν δημοσιευτεί. Μία πρόσφατη έρευνα, εξέτασε τη σχέση της 25 (ΟΗ)D και του επιπολασμού αγχωτικών διαταραχών. Η έρευνα συμπεριέλαβε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 5.371 Φινλανδών αντρών και γυναικών ηλικίας 30–79 ετών. Από τα 5.371 άτομα, τα 254 είχαν διαγνωσθεί με καταθλιπτικές διαταραχές και τα 222 με αγχώδεις διαταραχές. Οι επικεφαλείς της μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα άτομα με υψηλότερες συγκεντρώσεις 25 (ΟΗ)D στον ορό του αίματος βρέθηκαν να παρουσιάζουν μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης.
Οι σχετικές διαφορές μεταξύ των υψηλότερων και χαμηλότερων τεταρτημόριων ήταν 0,65 (95% CI=0,46-0,93) μετά από προσαρμογή των κοινωνικό – δημογραφικών χαρακτηριστικών, μεταβολικών παραγόντων και του τρόπου ζωής των συμμετεχόντων.
Με απλά λόγια…
εκείνοι με τα υψηλότερα επίπεδα 25 (ΟΗ)D παρουσίαζαν κατά 35% μικρότερο κίνδυνο κατάθλιψης σε σχέση με αυτούς που είχαν τα χαμηλότερα. Τα παραπάνω ευρήματα υποστηρίζουν τη θέση ότι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις 25(ΟΗ)D προστατεύουν εναντίον της κατάθλιψης, ακόμη και μετά από την προσαρμογή μίας ποικιλίας συγχυτικών παραγόντων.
Δύο μετα–αναλύσεις μελετών παρατήρησης σχετικά με τη βιταμίνη D και την κατάθλιψη δημοσιεύτηκαν τα τελευταία 3 χρόνια.
– Οι επικεφαλείς της πρώτης συστηματικής ανασκόπησης και μετα–ανάλυσης συνέλεξαν επιδημιολογικά στοιχεία από συγχρονικές και προοπτικές μελέτες, τα οποία είχαν αξιολογήσει τη σχέση της 25(ΟΗ)D και του κινδύνου εμφάνισης κατάθλιψης (Ju et al. 2013). Στη συγκεκριμένη μετα–ανάλυση οι ερευνητές διαπίστωσαν μία αντίστροφη σχέση μεταξύ των επιπέδων της 25(ΟΗ)D και της κατάθλιψης σε 3 από τις 11 μελέτες ασθενών μαρτύρων και σε 2 από τις 5 προοπτικές μελέτες.
– Η δεύτερη μετα–ανάλυση (Anglin et al. 2013), η οποία συμπεριέλαβε αρκετές από τις έρευνες που χρησιμοποίησαν ο Ju και οι συνεργάτες του, έδειξε επίσης ότι χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D παρατηρήθηκαν σε άτομα με κατάθλιψη σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.
(Σε αντίθεση με την απόλυτη συμφωνία για την σχέση των χαμηλών επιπέδων της βιταμίνης D με την εμφάνιση κατάθλιψης, οι μελέτες της σχετικής παρέμβασης δεν έχουν προβεί στην διαπίστωση σαφών συμπερασμάτων.)
Παρεμβατικές μελέτες με βιταμίνη D έχουν διεξαχθεί σε ασθενείς με μείζονα κατάθλιψη, άτομα με εποχιακή συναισθηματική διαταραχή και ηλικιωμένους με συμπτώματα κατάθλιψης.
– Ο Li και οι συνεργάτες του (2014) επιχείρησαν τη σύνοψη των στοιχείων που βρέθηκαν μέσω των τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών σχετικά με την αποτελεσματικότητα των συμπληρωμάτων βιταμίνης D, σε σύγκριση με εικονικά σκευάσματα:
Συνολικά χρησιμοποιήθηκαν 6 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές με 1.203 συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένων και 71 ασθενών με κατάθλιψη. Ως σχεδιαστικό μειονέκτημα εδώ καταγράφεται ότι στις πέντε από τις έξι έρευνες αυτές συμμετείχαν ενήλικες με «κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης» και μόνο μία μελέτη χρησιμοποίησε ασθενείς με κατάθλιψη και μάλιστα με περιορισμένο αριθμό ατόμων (71 ασθενείς).
Τα αποτελέσματα – της κλασσικής ή τύπου Bayesian ανάλυσης – δεν έδειξαν κάποια αξιοσημείωτη επίδραση των συμπληρωμάτων βιταμίνης D και δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των υποομάδων (Li et al. 2014). Ομοίως, σύμφωνα με τον Shaffer και τους συνεργάτες του (2014) η χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D δεν έδειξε να επηρεάζει με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο τα συμπτώματα της κατάθλιψης, σε τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες.
Η ανάλυση των υποομάδων έδειξε πως τα συμπληρώματα βιταμίνης D σε ασθενείς με κλινικά σημαντικά συμπτώματα κατάθλιψης ή καταθλιπτική διαταραχή, είχαν ένα μέτρια στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα (2 έρευνες) και καμία επίδραση σε εκείνους που δεν υπέφεραν από κλινικά σημαντική κατάθλιψη (5 έρευνες).
Βέβαια, οι έρευνες που συμπεριλήφθηκαν στην συγκεκριμένη ανασκόπηση διέφεραν στην ποσότητα, τη συχνότητα, τη διάρκεια, και στον τρόπο λήψης των συμπληρωμάτων βιταμίνης D.
– Παρόμοια ήταν και τα συμπεράσματα των Gowda και συν, (2015) σε μία άλλη μετα-ανάλυση τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών, οι οποίοι προσπάθησαν να υπολογίσουν τη σταθμισμένη μέση ισχύ της χορήγησης βιταμίνης D στη μείωση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης σε ενήλικες συμμετέχοντες:
Η ανάλυση συμπεριέλαβε 9 μελέτες με 4.923 συμμετέχοντες στο σύνολο. Καμία σημαντική μείωση της κατάθλιψης δεν παρατηρήθηκε μετά τη χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D. Ωστόσο, το ερευνητικό μειονέκτημα της συγκεκριμένης μελέτης ήταν ότι στις περισσότερες από τις έρευνες που συμπεριέλαβε συμμετείχαν άτομα με χαμηλά επίπεδα κατάθλιψης και ικανοποιητικά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα. Επιπλέον, οι έρευνες αυτές χρησιμοποίησαν διαφορετικές δόσεις βιταμίνης D και οι παρεμβάσεις ποικίλλαν σε διάρκεια (Gowda et al. 2015).
Σε αντίθεση με τους παραπάνω ερευνητές η καλά σχεδιασμένη έρευνα από τους Mozaffari-Khosravi και συν, (2013) απέδωσε κάποια πολύ υποσχόμενα συμπεράσματα:
Η εν λόγω μελέτη διεξήχθη με σκοπό να εκτιμήσει την επίδραση σε άτομα με κατάθλιψη και με έλλειψη βιταμίνης D, μίας υψηλής ποσότητας των 150.000 IUs (n=40) ή της διπλάσιας δηλαδή των 300.000 IUs (n=40) βιταμίνης D, μία φορά την εβδομάδα, με σκοπό τη βελτίωση των συμπτωμάτων κατάθλιψης, όπως αυτά εκτιμήθηκαν από το «Beck Depression Inventory II».
Ο βαθμός των συμπτωμάτων κατάθλιψης μετρήθηκε ξανά μετά από τρεις μήνες. Σημαντική διαφορά διαπιστώθηκε μεταξύ της ομάδας των 300.000 IUs και της ομάδα ελέγχου στην οποία δε δόθηκε θεραπεία. Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν πως η αναχαίτηση της έλλειψης βιταμίνης D μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης.
Στο ερώτημα γιατί κάποιες φορές οι τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες παρέμβασης με βιταμίνη D στην κατάθλιψη αποτυγχάνουν να προβούν σε συμπεράσματα (Lappe & Heaney 2012), προσπάθησε να απαντήσει η συστηματική ανασκόπηση του Spedding (2014), η οποία συνέκρινε διάφορες έρευνες με και χωρίς «σχεδιαστικές ατέλειες» (Ο συγκεκριμένος όρος αναφέρεται σε περιορισμούς που μπορεί να υπάρχουν στο σχεδιασμό των προκαταρτικών μελετών, οι οποίοι μπορεί να επηρεάζουν την δυνατότητα ελέγχου της ερευνητικής υπόθεσης).
Διαπιστώθηκε…
πως η ύπαρξη «σχεδιαστικών ατελειών» στις έρευνες ήταν ο κύριος λόγος εξ’ αιτίας του οποίου απέτυχαν να αποδείξουν την αποτελεσματικότητα των συμπληρωμάτων βιταμίνης D στην κατάθλιψη. Αντίθετα, η μετα-ανάλυση όλων των προσεκτικά σχεδιασμένων ερευνών παρουσίασε μία στατιστικά αξιοσημείωτη βελτίωση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης μετά από τη χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D.
Τα συμπληρώματα βιταμίνης D (≥800 IUs καθημερινά) λειτούργησαν ευνοϊκά στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης, στις έρευνες εκείνες που παρουσιάστηκε αύξηση των επιπέδων της συγκεκριμένης βιταμίνης στους εθελοντές και το μέγεθος του αποτελέσματος ήταν συγκρίσιμο με εκείνο που επιτυγχάνεται από τη λήψη αντικαταθλιπτικών φαρμάκων (Spedding 2014).
Είναι γνωστό ότι:
οι μελέτες παρατήρησης αλλά και παρέμβασης συνήθως παρέχουν συσχετίσεις, οι οποίες δε συνεπάγονται απαραίτητα αιτιώδη συνάφεια.
Για παράδειγμα, η σχέση μεταξύ κατάθλιψης και βιταμίνης D μπορεί επίσης να εξαρτάται από τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και την εκάστοτε ψυχολογική κατάσταση, αφού η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να προκύψει λόγω μη φυσιολογικού σωματικού βάρους ή/και συναισθηματικών διαταραχών (Greenland 2003).
Παράλληλα, η γενετική προδιάθεση ενός ατόμου θα μπορούσε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, δεδομένου ότι η γονιδιακή περιοχή 11p15 εμπλέκεται στον μεταβολισμό της βιταμίνης D (Wang et al. 2010) και ταυτόχρονα περιλαμβάνεται σε γονίδια προδιάθεσης διαταραχών της διάθεσης (Huang et al. 2010).
Συμπερασματικά, επί του παρόντος κάποια στοιχεία υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα των συμπληρωμάτων βιταμίνης D στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Σε κάθε περίπτωση, είναι αναγκαίες περισσότερες καλά σχεδιασμένες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες που να διερευνούν τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης παρέμβασης σε καταθλιπτικά άτομα που παρουσιάζουν έλλειψη βιταμίνης D.
(Πηγή: http://bit.ly/2G5OznA)
Το άρθρο υπογράφει ο Δημήτρης Γρηγοράκης – Κλινικός Διαιτολόγος/Διατροφολόγος (PhD), Επιστημονικός Διευθυντής Κέντρου Διαιτολογικής Υποστήριξης & Μεταβολικού Ελέγχου ΑΠΙΣΧΝΑΝΣΙΣ – ΛΟΓΩ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ & Πρόεδρος Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας.