Γράφει η Κατερίνα Ζαγοραίου
Σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες η ύπαρξη καταθλιπτικών γονιών αυξάνει τον κίνδυνο να εκδηλώσουν τα παιδιά ψυχικές παθήσεις. Μάλιστα μελέτες που έγιναν σε διδύμους που υιοθετήθηκαν σε πολύ νεαρή ηλικία από διαφορετικές οικογένειες, εγκατεστημένες σε διαφορετικούς τόπους έδειξαν ότι εμφάνισαν τις ίδιες ψυχικές παθήσεις σε μεγαλύτερο ποσοστό οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι και σε μικρότερο οι διζυγωτικοί.
Το ενδεχόμενο λοιπόν οι συγγενείς πρώτου βαθμού ακόμη και αν ζουν σε διαφορετικό περιβάλλον με διαφορετικά ερεθίσματα να εμφανίσουν ψυχικές διαταραχές είναι πολύ μεγάλο!
Τώρα οι επιστήμονες μετά από νέες μελέτες προχωρούν ακόμη ένα βήμα, γίνονται πιο συγκεκριμένοι όσον αφορά στις ψυχικές παθήσεις, δηλώνοντας ότι: «τα παιδιά των καταθλιπτικών γονιών είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη» .
Οι ερευνητές μελέτησαν 251 νέους με ηλικία 18 ετών και κατέληξαν στο ότι οι νέοι με καταθλιπτικούς γονείς εμφάνιζαν διπλάσιο κίνδυνο να πάθουν κατάθλιψη, να εξαρτηθούν από ναρκωτικές ουσίες και να εμφανίσουν τάσεις αυτοκτονίας, σε σχέση με τους συνομήλικους τους που δεν είχαν καταθλιπτικούς γονείς. Αν εκτός από καταθλιπτικούς γονείς είχαν και καταθλιπτικούς παππούδες τότε ο κίνδυνος μεγάλωνε ακόμη περισσότερο.
- Τώρα το περιβάλλον μαζί με την κληρονομικότητα σύμφωνα με έρευνες οδηγεί πολλές φορές πάλι στην κατάθλιψη:
Σε μελέτες που έγιναν σε πολύ μικρά παιδιά ακόμη και τριών μηνών φάνηκε ότι όταν η μητέρα τους έχει κατάθλιψη συμπεριφέρονται και αυτά με χαρακτηριστικά κατάθλιψης, κλαίνε περισσότερο και δεν παίζουν, ενώ μόλις υποχωρήσουν τα συμπτώματα της μητέρας υποχωρούν και τα συμπτώματα των παιδιών.
Στη πορεία τα παιδιά αυτά και εφόσον συνεχίσουν να ζουν μέσα στο ίδιο καταθλιπτικό περιβάλλον παρουσιάζουν χαμηλές κοινωνικές δεξιότητες, αδυναμία να κάνουν φίλους έντονη ανταγωνιστικότητα και αδυναμία να εκφράσουν τα συναισθήματα τους με αποτέλεσμα κατά την ενηλικίωση να εμφανίζουν πολύ συχνά κατάθλιψη.
Μία πρόσφατη επίσης μελέτη αποκαλύπτει ότι η καθημερινή ζωή σε συνθήκες φτώχειας μπορεί να επιφέρει μικρές αλλαγές στο DNA των παιδιών, κληροδοτώντας ουσιαστικά την κατάθλιψη. Οι αλλαγές αυτές σταδιακά συσσωρεύονται και επηρεάζουν την ανάπτυξη του παιδιού έχοντας ως αποτέλεσμα να εμφανίσει αργότερα άγχος και κατάθλιψη.
Σε παιδιά που υποβλήθηκαν σε νευρολογικά τεστ φάνηκε ότι στα φτωχά παιδιά υπήρξαν στο διάστημα της τριετίας που γινόταν τα πειράματα, επιγενετικές αλλαγές (στο γονίδιο SLC6A4) – το οποίο ρυθμίζει μια πρωτεΐνη που μεταφέρει σεροτονίνη στα εγκεφαλικά κύτταρά – με αποτέλεσμα αυτά τα παιδιά να ήταν πιο επιρρεπή σε φοβίες, κρίσεις πανικού και κατάθλιψη. Όταν τα παιδιά είχαν και γονείς ή παππούδες καταθλιπτικούς τότε ο κίνδυνος να εμφανίσουν κατάθλιψη ήταν μεγαλύτερος!
Σύμφωνα λοιπόν με τον παιδοψυχολόγο Σιθ Πόλακ: «η αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντολογικών παραγόντων είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα». Ωστόσο οι έρευνες πρέπει να συνεχιστούν καθώς υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών που επηρεάζονται από αυτούς τους παράγοντες και εμφανίζουν ακόμη και τάσεις αυτοκτονίας και άλλων παιδιών που δεν είναι τόσο επιρρεπή στις επιγενετικές αλλαγές.