Το πρώτο ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει κάποιος, είναι αν η ψυχογενής ανορεξία είναι σύνδρομο ή νόσος. Η διαφορά ανάμεσα στο σύνδρομο και την νόσο είναι η εξής: ενώ το σύνδρομο είναι ένα συνεκτικό σύνολο συμπτωμάτων, των οποίων οι εμφανίσεις ποικίλουν σε διάφορα νοσήματα, με αποτέλεσμα ένα και το αυτό σύμπτωμα να μπορεί να έχει διαφορετικές αιτιολογίες κάθε φορά, η νόσος δηλώνει κάτι πολύ ευρύτερο, το οποίο έχει προσδιορισμένη αιτιολογία και διακρίνεται από μία σταθερή εσωτερική λογική.
Η ψυχογενής ανορεξία είναι σύνδρομο και όχι νόσος. Αυτό σημαίνει ότι κάτω από αυτήν υπάρχει άλλη αιτία και άλλη νόσος. Η ανορεξία δεν παρουσιάζεται ποτέ από μόνη της, συνοδεύεται και από άλλες παθολογικές καταστάσεις. Δεν είναι λοιπόν παρά μόνο το φανερό μέρος μιας υποκείμενης νόσου, την οποία θα πρέπει να αναζητήσουμε.
- Η ψυχογενής ανορεξία είναι μία κλινική οντότητα που προσφέρεται σε μια ορισμένη τυποποίηση: το κυρίαρχο σύμπτωμά της είναι η άρνηση του υποκειμένου να τραφεί. Το σύμπτωμα αυτό εκφράζεται σχεδόν πάντα με τους ακόλουθους τρόπους:
Πρώτον, με την εξιδανίκευση του σώματος και της εικόνας του. Δεύτερον, με την σκόπιμη ακραία εξάντληση στην οποία υποβάλλεται το σώμα του υποκειμένου από αυτό το ίδιο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πάλη ενάντια στην πείνα δεν είναι κατ’ ανάγκην για το υποκείμενο πηγή δυσφορίας, αλλά μπορεί να συνοδεύεται από ένα αίσθημα ικανοποίησης, παντοδυναμίας και κυριαρχίας πάνω στις ανάγκες του σώματος, ανεξάρτητα από τον βαθμό ισχνότητάς του.
Μάλιστα, όσο πιο μεγάλος ο βαθμός ισχνότητας τόσο πιο μεγάλος ο βαθμός ικανοποίησης που αντλεί το υποκείμενο, αφού ο βασικός του φόβος είναι ο φόβος του πάχους (είτε σχετικά με όλο το σώμα, είτε σχετικά με ένα συγκεκριμένο μέρος του). Ορισμένοι συγγραφείς, όταν αναφέρονται στην ικανοποίηση που προσφέρει το ολοένα εντεινόμενο, αλλά εντούτοις ελεγχόμενο αίσθημα της πείνας, δεν διστάζουν να κάνουν λόγο ακόμη και για «οργασμό της πείνας».
Σε αρκετές περιπτώσεις ο επίμονος και διαρκής περιορισμός της πρόσληψης τροφής υποκρύπτει μία απόπειρα του υποκειμένου να επιλύσει βαένα θύτερο πρόβλημα της προσωπικότητάς του, το οποίο σχετίζεται με τον φόβο της απώλειας ελέγχου πάνω στον εαυτό του και τους άλλους.
Έτσι, η ψυχαναγκαστική στέρηση τροφής και η έκδηλη σωματική εξάντληση που την συνοδεύει, είναι ο τρόπος με τον οποίο το άτομο πιστεύει ότι διατηρεί την κυριαρχία του. Με την σκόπιμη παραγνώριση των αναγκών του σώματός του, την αντίστασή του στην πρόσληψη τροφής, στην ανάπαυση, τον ύπνο κ.λπ., το άτομο κατορθώνει να αναπαράγει μέσα του το αίσθημα παντοδυναμίας που του λείπει, αφού φαίνεται να υποτάσσει πλήρως το σώμα του στην βούλησή του.
Σε ένα πρώτο επίπεδο…
το άτομο επιχειρεί να κρατήσει χαμηλό το βάρος του αποφεύγοντας τις λιπαρές τροφές, ασκώντας καταναγκαστικό έλεγχο πάνω στην ποσότητα της τροφής, αλλάζοντας τις διατροφικές συνήθειες όχι μόνο τις δικές του, αλλά και του περιβάλλοντός του.
Σε ένα δεύτερο όμως επίπεδο…
η απώλεια βάρους επιτυγχάνεται με εμετούς και διάρροιες που προκαλούνται από καθαρτικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μεγάλη απώλεια καλίου, νατρίου και ιχνοστοιχείων, και συνακόλουθα την αποδιοργάνωση του μεταβολισμού, της καρδιακής και νεφρικής λειτουργίας και της αρτηριακής πίεσης. Το πρόβλημα έτσι απλώνεται παντού, προσβάλλει βασικές λειτουργίες του σώματος οδηγώντας εντέλει στην αμηνόρροια.
Συγκροτείται έτσι η κλασσική τριάδα της ψυχογενούς ανορεξίας (τα τρία Α): Ανορεξία – Απίσχνανση – Αμηνόρροια. Το άτομο πεινάει, αλλά θέλει να πεινάει: «στόχος είναι να νικήσω την πείνα μου». Η ψυχογενής ανορεξία μπορεί επίσης να δηλώνει μία συνολική άρνηση της γυναίκας να αποδεχθεί το θήλυ φύλο: αρνούμενη να πάρει βάρος, αρνείται στην πραγματικότητα να είναι γυναίκα, να έχει δηλ. εκείνα τα σωματικά χαρακτηριστικά μέσω των οποίων αναγνωρίζεται ως γυναίκα.
Θα πρέπει, ωστόσο, να παρατηρήσουμε ότι ορισμένες περιπτώσεις ανορεξίας πηγάζουν από τις πνιγηρές σχέσεις του παιδιού, στην αρχή της ζωής του, με την μητέρα. Η επίμονη προσπάθεια της μητέρας να ταΐσει το παιδί οδηγεί το τελευταίο στην άρνηση της πρόσληψης τροφής, γιατί μέσω της άρνησης αυτής παύει να υποτάσσεται στην επιθυμία της μητέρας και, πέραν αυτής, στην επιθυμία του Άλλου γενικά.
Διαχωρίζει έτσι την δική του ανάγκη από την ανάγκη της μητέρας, πληρώνοντας ωστόσο ένα δυσβάσταχτο τίμημα: η απελευθέρωσή του από την αλλοτριωτική του σχέση με τη μητέρα το εμποδίζει να ικανοποιήσει την φυσική του ανάγκη για τροφή. Αντιλαμβάνεται κανείς εδώ το αδιέξοδο της ανορεξίας: απελευθερώνει το άτομο και, ταυτόχρονα, το αποδυναμώνει εξασθενώντας δραματικά τις σωματικές του λειτουργίες.
Η ανορεκτική συμπεριφορά δεν εκδηλώνεται ποτέ στο κενό, αλλά πάντα σε σχέση με ένα δεδομένο οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί ταυτόχρονα ως πρόσκληση και ως πρόκληση: είναι η αμφίθυμη αναζήτηση μιας αυτόνομης ταυτότητας, μιας ανεξαρτησίας που το άτομο ταυτόχρονα επιθυμεί και αποφεύγει.
Έτσι, το ίδιο το οικογενειακό σύστημα θορυβείται, αντιδρά και σε ορισμένες περιπτώσεις αποδιοργανώνεται. Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την ανορεκτική συμπεριφορά ενός μέλους του, χρησιμοποιεί κάθε είδους μέσο, από την αυστηρότητα μέχρι την υποτίμηση του προβλήματος, απευθύνεται σε ειδικούς χωρίς όμως τις περισσότερες φορές ορατό αποτέλεσμα και οδηγείται έτσι στην εξουθένωση.
Η εξουθένωση αυτή ακολουθεί κατά κάποιο τρόπο μια πορεία παράλληλη προς τη σωματική εξουθένωση του ανορεκτικού ατόμου, το οποίο αντιστέκεται με επιτυχία στις ποικίλες πιέσεις του οικογενειακού του περιβάλλοντος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και στις πιέσεις του προσωπικού των δομών νοσηλείας στις οποίες εισάγεται.
- Βλέπουμε λοιπόν ότι η ανορεξία είναι μία εξαιρετικά πολύπλοκη κατάσταση. Για να την ξεδιαλύνουμε θα πρέπει να αρχίσουμε θέτοντας το ερώτημα: σε τι χρησιμεύει το συγκεκριμένο σύμπτωμα για το συγκεκριμένο άτομο στο οποίο εκδηλώνεται;
Ένα σύνηθες υπόστρωμα που συντηρεί το σύμπτωμα της ψυχογενούς ανορεξίας είναι το πρόβλημα που μπορεί να έχει το άτομο με την σεξουαλική του ταυτότητα. Το κυρίαρχο ζήτημα εδώ είναι: «Γοητεύω; Γοητεύω αρκετά;». το σύμπτωμα αυτό μπορεί να ενισχύεται στις εκδηλώσεις του από τα κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα που διαδίδονται μέσω των social media, των κοινωνικών συναναστροφών κ.λπ.
Μια δεύτερη περίπτωση…
συγγενική με την προηγούμενη είναι αυτή στην οποία η ανορεξία υπηρετεί την εικόνα του πολύ λεπτού σώματος, που το άτομο έχει εξιδανικεύσει. Υποβάλλοντας το σώμα του στην πείνα το άτομο αισθάνεται ότι αποσπάται από το καθεστώς απορρίμματος, καθεστώς που στην πραγματικότητα διαποτίζει όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Η ανορεξία μπορεί επίσης να είναι μία «άμυνα παραληρηματικής φύσης»: το άτομο δεν τρώει όχι για να παραμείνει λεπτό, αλλά επειδή θεωρεί ότι η τροφή είναι ήδη πάντα δηλητηριασμένη και απειλεί την υπόστασή του.
Μία ακόμη πιο σοβαρή περίπτωση είναι αυτή στην οποία το άτομο χάνει κάθε σεξουαλικό ενδιαφέρον, αδιαφορεί εντελώς για το σώμα του και τις ανάγκες του, και εν τέλει το εγκαταλείπει. Αντικείμενο της ανορεξίας του ατόμου δεν είναι τόσο η τροφή, αλλά η ίδια η ζωή. Το άτομο φαίνεται να συνδέεται σαδομαζοχιστικά με την ίδια τη ζωή του, να παίζει διαρκώς με τον θάνατο, να αγγίζει τα όριά του και ωστόσο την τελευταία στιγμή να τον ξεγελά συνεχίζοντας να ζει.
Όπως σε κάθε άλλη περίπτωση, έτσι και στην περίπτωση της ψυχογενούς ανορεξίας η διαδικασία της ψυχοθεραπείας πρέπει να είναι εξατομικευμένη, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη σχέση που έχει το άτομο με το σύμπτωμά του. Στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να συνδεθεί εκ νέου το άτομο με τις εσωτερικές δυνάμεις και τις δυνατότητές του, να οξύνει την κρίση του, έτσι ώστε να πάψει να χρησιμοποιεί τη λειτουργία της διατροφής σαν άλλοθι και σαν ψευδο-λύση.
Το σημαντικότερο είναι κατανοήσουμε ότι η διαδικασία της ψυχοθεραπείας δεν μπορεί να αποσκοπεί μόνο στην πλήρη και οριστική εξάλειψη του συμπτώματος. Το ζήτημα σε πρώτη φάση είναι ο περιορισμός του συμπτώματος μέσα σε όρια που δεν απειλούν άμεσα την ζωή. Μία απότομη εξάλειψη του συμπτώματος θα άφηνε το άτομο χωρίς προστασία ή άμυνα απέναντι στην υποκείμενη νόσο που το βασανίζει.
Το σύμπτωμα λειτουργεί ως σημείο στήριξης και, αν ξαφνικά χαθεί, τότε επακολουθεί για το άτομο μοιραία η πτώση. Ας δώσουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ένα άτομο μπορεί με τον κατάλληλο κλινικό-ιατρικό χειρισμό να ξαναπάρει κιλά έτσι ώστε από καθαρά βιολογική άποψη να μην κινδυνεύει πλέον η ζωή του. Κι όμως την στιγμή εκείνη έχει παρατηρηθεί ότι το άτομο μπορεί να επιχειρήσει να αυτοκτονήσει, ακριβώς επειδή έχει αποστερηθεί από το σύμπτωμα που είναι το σωσίβιο και η σωτηρία του. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι βασικός στόχος είναι η θεραπεία του ατόμου, όχι του συμπτώματός του.
Η Μάρω Μπέλλου είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Κατά την κλινική της πρακτική ακολουθεί την αυτοσχεδιαστική μέθοδο. Έχει λάβει ειδίκευση στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, έχει εμβαθύνει με διατριβή στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην Ψυχανάλυση.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο: «Ο γκατζετ-Eros: ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
(Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε: http://www.marobellou.gr/el/)