Το ένα τρίτο των ανθρώπων που διατρέχουν κίνδυνο κατάθλιψης και αγχώδους διαταραχής, θα μπορούσαν να τον αποτρέψουν κάνοντας άσκηση, σύμφωνα με νέα μελέτη
Η άσκηση αποτελεί γνωστή θεραπεία για όσους πάσχουν από κατάθλιψη, ενώ αρκετή γιατροί τη συνταγογραφούν κιόλας.
Η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας θα μπορούσε ωστόσο, να αποτρέψει τον κίνδυνο κάποιος να πάθει κατάθλιψη ή αγχώδη διαταραχή, σύμφωνα με μελέτη σε περισσότερους από 37.000 ανθρώπους.
Αν κατάφερναν όλοι οι άνθρωποι να κάνουν 75 λεπτά έντονης άσκησης την εβδομάδα -η οποία μας αναγκάζει να αναπνέουμε πιο έντονα και την προκαλούν ασκήσεις όπως το τρέξιμο και το κολύμπι- θα μπορούσε να αποτραπεί σχεδόν το 19% των περιπτώσεων κατάθλιψης και άγχους, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι σχεδόν το ένα τρίτο των περιπτώσεων κατάθλιψης και άγχους, που επηρεάζουν έναν στους πέντε ενήλικες στο Ηνωμένο Βασίλειο, μπορούν να προληφθούν μέσω της άσκησης.
Ο Δρ. Carlos Celis-Morales, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, δήλωσε: «Αυτό είναι ένα πολύ ισχυρό μήνυμα για τη δημόσια υγεία, καθώς η άσκηση είναι δωρεάν και ο καθένας μπορεί να αυξήσει την ποσότητα σε εβδομαδιαία βάση».
Στο διάστημα παρακολούθησης, σχεδόν επτά χρόνια κατά μέσο όρο, περίπου το 3% ανέπτυξαν κατάθλιψη ή άγχος.
Με βάση τα ευρήματά τους, υπολόγισαν ότι οι άνθρωποι που σταματάνε να κάνουν καθιστική ζωή και βάζουν στη ζωή τους 75 έως 150 λεπτά έντονης δραστηριότητας την εβδομάδα, είχαν 29% λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κατάθλιψη ή άγχος.
Τα 150 έως 300 λεπτά ήπιας σωματικής δραστηριότητας την εβδομάδα, θα μείωναν τον κίνδυνο άγχους ή κατάθλιψης κατά 47%.
Απαιτείται περισσότερη έρευνα, καθώς οι συγγραφείς της μελέτης δεν έχουν κατανοήσει εάν είναι η ίδια η άσκηση που κάνει τη διαφορά.
Παρότι η σωματική δραστηριότητα πλημμυρίζει τον εγκέφαλο με χημικές ουσίες που σχετίζονται με την ανταμοιβή, τα οφέλη μπορεί να αφορούν περισσότερο την άσκηση με άλλους ανθρώπους και την ικανοποίηση που παίρνουμε από την κοινωνικοποίηση.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση BMC Medicine.
Πηγή: Mail Online