Τα παιδιά πρέπει να παίζουν!

Κατά την διάρκεια της πιο προνομιούχου ηλικίας του ανθρώπου και την χαρακτηρίζουμε έτσι επειδή τότε διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο η προσωπικότητα του ατόμου, μπαίνουν δηλαδή οι βάσεις και μιλάμε για την προσχολική ηλικία, την ηλικία δηλαδή των τριών έως έξι χρόνων, το παιχνίδι αποτελεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα που θα συμβάλλει στην ολόπλευρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων του παιδιού.

Όπως, μάλιστα, αναφέρεται από κορυφαίους παιδαγωγούς το παιδί που έχασε την ικανότητα να παίζει, είναι ψυχικά νεκρό και επικίνδυνο για κάθε άλλο παιδί με το οποίο έρχεται σε επαφή.

Με μια πιο κοντινή ματιά στο παιχνίδι διαπιστώνουμε ότι…

το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του είναι το γεγονός ότι αποτελεί μια έμφυτη δραστηριότητα. Επειδή, λοιπόν, ενυπάρχει στη φύση του ανθρώπου είναι συνακόλουθα και ελεύθερη. Επομένως, η συμμετοχή στο παιχνίδι δεν είναι υποχρεωτική, δεν επιβάλλεται, αλλά παρουσιάζεται αυτόβουλα και αβίαστα. Μάλιστα, κατέχει ολοκληρωτική θέση στη ζωή του παιδιού. Εξάλλου, το παιδί αυτής της ηλικίας είναι αεικίνητο, παίζει αδιάκοπα και ακούραστα.

Το παιχνίδι, λοιπόν, του προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση τόσο ηδονιστική όσο και ηθική. Αυτό σημαίνει ότι το παιδί δεν παίζει μόνο για να παίζει, αλλά ακόμη και σε αυτήν την ηλικία ξεχωρίζει την ευχαρίστηση από την ψυχαγωγία.

Ας μην ξεχνάμε ότι το παιχνίδι αφορά το παιδί από κάθε άποψη. Είναι δηλαδή και σωματική ενέργεια και άσκηση των αισθήσεων και τρόπος συναισθηματικής εκτόνωσης και προθάλαμος κοινωνικής αγωγής και μέσο εξερεύνησης και μέσο γνώσης και σίγουρα πολλά άλλα πράγματα μαζί. Εξάλλου, το παιδί παίζοντας θέτει κανόνες, σκοπούς προς εκτέλεση, προγραμματίζει τα μέσα με τα οποία θα παίζει και όλη αυτή η δραστηριότητα έχει να κάνει με την ανάγκη του παιδιού για αυτοεπιβεβαίωση, όπως ακριβώς κάνει ο ενήλικας με την δουλειά του.

Αναλυτικότερα, το παιχνίδι συμβάλλει καταλυτικά στην εξέλιξη της ανθρώπινης ζωής στους ακόλουθους τομείς:

  • Βιολογικά – όλο αυτό το αδιάκοπο χοροπηδητό, τρέξιμο, πήδημα, σκαρφάλωμα – είναι φοβερά ωφέλιμο για τον ανθρώπινο οργανισμό. Όλες οι σωματικές λειτουργίες του παιδιού ωριμάζουν, ο οργανισμός του δυναμώνει και οι μύες του ασκούνται. Ακόμη, η συνεχής κίνηση επιδρά ευεργετικά στο νευρικό σύστημα, ενώ η όρεξη του παιδιού ανοίγει και δέχεται τις τροφές πολύ πιο ευχάριστα.
  • Συναισθηματικά  το παιχνίδι προσφέρει σημαντική συναισθηματική εκτόνωση στο παιδί – καθώς παίζοντας δοκιμάζει όλα τα συναισθήματα από τη χαρά και τη λύπη μέχρι την έκπληξη και το θυμό, από την υπομονή και την ψυχραιμία μέχρι την αποφασιστικότητα και την τόλμη. Μέσα από τις συνεχείς συναισθηματικές εκφορτίσεις το παιδί ισορροπεί και αισθάνεται συναισθηματική αρμονία. Ξεσπάει όλα τα ένστικτα που το καταπιέζουν και δοκιμάζεται γευόμενο όλες τις εμπειρίες της ζωής.
  • Γνωστικά – Το παιδί μέσω του παιχνιδιού έρχεται σε επαφή με άπειρες έννοιες – οι οποίες όσο και αν σ’ εμάς φαίνονται οικείες και πολλές φορές δεδομένες, για το παιδί είναι έννοιες καινούριες και πρωτόγνωρες. Το μυαλό του παιδιού ρουφάει σαν σφουγγάρι οτιδήποτε με το οποίο το παιχνίδι το φέρνει σε επαφή και μάλιστα το δέχεται ευχάριστα και αβίαστα. Μέσα από το παιχνίδι η φαντασία του παιδιού καλλιεργείται, η νοημοσύνη του εξελίσσεται, η κρίση του βελτιώνεται και γενικότερα το μυαλό του οξύνεται.
  • Κοινωνικά – Η άμιλλα, η συνεργασία, η ομαδική δράση, η τήρηση των κανόνων, η αίσθηση του «ανήκω σε μία ομάδα» ως αυτόνομη προσωπικότητα, είναι ιδιότητες που πρώτο το παιχνίδι σπέρνει στα παιδιά αυτής της ηλικίας. Μέσα από το παιχνίδι το παιδί μαθαίνει να συνεργάζεται με τα άλλα παιδάκια και να μπορεί να αντέχει αυτή την συνύπαρξη, η οποία απαιτεί συνεχείς συμβιβασμούς. Το παιδί αυτής της ηλικίας αναζητά την επικοινωνία με το περιβάλλον και το παιχνίδι του ικανοποιεί αυτή του την ανάγκη σε όλο της το φάσμα.
  • Θεραπευτικά – η γνωστή σε όλους μας παιχνιδοθεραπεία – αφορά όχι μόνο τα παιδιά με ψυχοσωματικές ή πνευματικές δυσκολίες αλλά όλα τα παιδιά. Μέσω του παιχνιδιού διαφαίνεται αμέσως οποιαδήποτε απόκλιση σωματική ή πνευματική. Το παιχνίδι, λοιπόν, χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό εργαλείο για να απαλύνει τραυματικές εμπειρίες των παιδιών αλλά και για να εξομαλύνει γνωρίσματα πριν αυτά γίνουν παθολογικά, όπως την υπέρμετρη ζήλια, τον εγωισμό, την φιλαυτία κ.τ.λ.

Όπως πολύ σοφά, τελικά, έχει λεχθεί το παιδί στα τρία με έξι πρώτα χρόνια της ζωής του μαθαίνει τόσα, όσα μαθαίνει ένας ενήλικας σε διάστημα πέντε χρόνων σπουδών σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο! Δεν πρέπει, λοιπόν, το παιχνίδι του παιδιού να υποτιμάται και να μας αφήνει αδιάφορους καθώς αποτελεί όργανο πολύτιμης αυτοαγωγής. Γι’ αυτό και θα πρέπει κάθε φορά που βάζουμε τα παιδιά να παίζουν να έχουμε ελέγξει το υλικό με το οποίο θα ασχοληθούν.

Επίσης, δεν θα πρέπει να κατευθύνουμε ή να καταπιέζουμε την φύση του παιδιού. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο παιδικός κόσμος όντας αθώος και ανυπεράσπιστος δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως εξάρτημα του κόσμου των ωρίμων, αλλά να πάρει την θέση που δικαιωματικά του ανήκει.

Γράφει η Μαίρη Σκαλιδάκη – Φιλόλογος / Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού

(173)