Ο εθισμένος γνωρίζει το σωστό, όμως επιλέγει το κακό!

Ο εθισμός δεν είναι μόνο ένα καθεστώς απόλαυσης που χαρακτηρίζεται από την παράκαμψη ή την αγνόηση του Άλλου. Είναι ένα καθεστώς απόλαυσης που στις ακραίες εκδοχές του, συνιστά μία ριζική αμφισβήτηση της αρχής της διατήρησης ή προστασίας της ζωής.

Στο πλαίσιο αυτό, η εθιστική ουσία παύει να συνιστά φάρμακο που καταπραΰνει την αφόρητη δυσφορία του ατόμου, και μετατρέπεται σε δηλητήριο.

Αυτή η εγγενής αμφισημία της εθιστικής ουσίας παραπέμπει ευθέως στην πλατωνική «φαρμακεία», δηλαδή στην ιδέα ότι ορισμένες ουσίες, ανάλογα με την δόση με την οποία χορηγούνται, μπορεί να λειτουργούν άλλοτε ως θεραπεία και άλλοτε ως δηλητήριο.

Η ιατρική συνταγογράφηση των ναρκωτικών ουσιών φαίνεται να αξιοποιεί αυτή την αμφισημία, αφού λαμβάνει υπόψη το συχνά ρευστό όριο μεταξύ του ευεργετικού και του επιβλαβούς.

Το παράδοξο της επιθυμίας του εθισμένου ατόμου βρίσκεται στο γεγονός ότι ο προσανατολισμός του προς μία υπέρμετρη αυτιστική απόλαυση είναι ταυτόχρονα εν γνώσει του προσανατολισμός προς την σταδιακή αποδυνάμωση και, ενδεχομένως, την απώλεια της ίδιας του της ζωής.

Με άλλα λόγια…

το άτομο βρίσκεται σε μία κατάσταση στην οποία γνωρίζει το καλύτερο, κι όμως πράττει το χειρότερο. Έτσι, η αρχή της ευχαρίστησης όχι μόνο φαίνεται να αποκόπτεται από την αρχή της προστασίας της ζωής, αλλά, επιπλέον, στρέφεται εναντίον της.

Καθώς ενεργούν ως απόπειρες ρήξης με την συνήθη ευχαρίστηση που χαρακτηρίζεται από τη μετριοπάθεια και την εγκράτεια (και είναι επομένως αυστηρά περιορισμένη), οι εθιστικές ουσίες και συμπεριφορές οδηγούν στην εμπειρία μίας ικανοποίησης της οποίας η υπερβολή είναι συγχρόνως απόλαυση και απειλή, αφού μπορεί να οδηγήσει στην εκμηδένιση του ατόμου.

Το υπερβολικό στοιχείο στον εθισμό είναι…

ακριβώς ότι στοχεύει σε μία απόλαυση που είναι πέρα από την προστασία της ζωής, προκαλώντας μία ευχαρίστηση υπέρμετρη στο χείλος πάντα της δυσαρέσκειας. Πρόκειται για μία σπατάλη που οδηγεί σε αδιέξοδο, που το άτομο όχι μόνο δεν τείνει να αποφύγει, αλλά, αντίθετα, φαίνεται να το επιθυμεί και να εγκλωβίζεται έτσι σε αυτό.

  • Γιατί ένα άτομο γίνεται δούλος ενός τρελού αφέντη (του εθισμού) που το καταστρέφει;

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να λάβουμε κυρίως υπόψη ότι ο εθισμός είναι πρωτίστως μία διαταραχή της σχέσης του ατόμου με την απόλαυσή του και μόνο δευτερευόντως το αποτέλεσμα των χημικών ιδιοτήτων της εθιστικής ουσίας.

Για αυτόν άλλωστε τον λόγο τα ναρκωτικά, το αλκοόλ κλπ. επηρεάζουν διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο, και μάλιστα το ίδιο άτομο με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με την χρονική συγκυρία.

Η επίδραση των εθιστικών ουσιών δεν είναι ενιαία διότι δεν εξαρτάται από τις ίδιες τις ουσίες και μόνο, αλλά από την ιδιαίτερη κάθε φορά ενσωμάτωσή τους σε μία συγκεκριμένη ψυχική δομή που διαφέρει από (εθισμένο) άτομο σε (εθισμένο) άτομο. Με άλλα λόγια, ο εθισμός υπάρχει, όμως, δεν υπάρχει ο τυπικά εξαρτημένος.

  • Πώς η ψυχοθεραπεία μπορεί να αντιμετωπίσει τον εθισμό;

Μία θεραπευτική κατεύθυνση πρέπει να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι υπάρχουν δύο είδη σχέσης με την απόλαυση: αφενός ανάγκη για το υπέρμετρο, το επιπλέον της απόλαυσης και αφετέρου επικέντρωση στο συγκεκριμένο σύμπτωμα, δηλαδή σε ένα νόημα που αφορά την ψυχική ζωή του ατόμου.

Η ψυχοθεραπεία περνά κατ’ ανάγκην από την αποκρυπτογράφηση αυτού του συμπτώματος, η ερμηνεία του οποίου μπορεί να διανοίξει εκ νέου την κλεισμένη οδό προς τον Άλλον. Να εμφανίσει εκ νέου στο άτομο μια δίοδο μέσω της οποίας η επιθυμία του μπορεί να απευθυνθεί, υπερβαίνοντας την περιχαράκωσή της, ξανά στον Άλλον.

Είναι σημαντικό το άτομο να πάψει να αντιλαμβάνεται αυτή την περιχαράκωση ως αναγκαία, και να την αντιμετωπίσει ως ενδεχόμενη, δηλαδή ως δυνάμενη να αρθεί. Το κρίσιμο στο σημείο αυτό είναι να επιτευχθεί η μετατόπιση του ατόμου από την μονοσήμαντη χρήση της εθιστικής ουσίας ή της εθιστικής συμπεριφοράς στην χρήση του ερμηνευτικού λόγου, μέσω του οποίου ο εθισμός του αποκτά ένα νόημα για το ίδιο.

Έτσι, ο εθισμός παύει να είναι η έκφραση ενός βουβού παραπόνου, η διάχυτη έκκληση προς έναν ασαφή και απρόσωπο Άλλον, και αποκτά πλέον τα χαρακτηριστικά μίας προσωπικής απεύθυνσης που αρθρώνεται μέσω της ομιλίας. Το άτομο μπορεί έτσι, μιλώντας το ίδιο για το σύμπτωμά του στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ψυχοθεραπείας, να τροποποιήσει την σχέση του με την απόλαυση καθιστώντας τον εθισμό περιττό.

Η Μάρω Μπέλλου είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Κατά την κλινική της πρακτική ακολουθεί την αυτοσχεδιαστική μέθοδο. Έχει λάβει ειδίκευση στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, έχει εμβαθύνει με διατριβή στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην Ψυχανάλυση. 

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο: «Ο γκατζετ-Eros: ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.

(Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε: http://www.marobellou.gr/el/)

(164)