Είναι δύσκολο να του πεις ότι έχει καρκίνο…

Η ανίχνευση οποιασδήπoτε ανίατης νόσου, είναι ένα συμβάν που προκαλεί σοκ τόσο στον ασθενή όσο και στο οικογενειακό του περιβάλλον. Κάποιοι ασθενείς δεν έχουν τη δύναμη να ακούσουν καν το πιθανό αποτέλεσμα, κάποιοι άλλοι, αρνούνται να αποδεχθούν τη νέα κατάσταση και αμφισβητούν τα αποτελέσματα των εξετάσεων και άλλοι ξεσπούν σε φωνές, κλάματα και βιώνουν αποδιοργανωτικό στρες.

Πλέον, σε πολλές χώρες έχει αναγνωριστεί η σπουδαιότητα της λεπτομερούς ενημέρωσης των ασθενών ή έχει κατοχυρωθεί με νόμο.

Ωστόσο, στην καθημερινή κλινική πράξη η παροχή ενημέρωσης δεν είναι συστηματική. Στη χώρα μας, παρά την ήδη υπάρχουσα νομοθεσία σύμφωνα με την οποία ο ασθενής δικαιούται να πληροφορείται για ό,τι αφορά την κατάστασή του και απαιτείται η προηγούμενη λήψη της συγκατάθεσής του για τη διενέργεια οποιασδήποτε ιατρικής πράξης, μπορεί να αποκρύπτεται η αλήθεια από τον ασθενή και να ενημερώνονται οι οικείοι του αντί αυτού.

Οι επαγγελματίες υγείας συχνά υποεκτιμούν τον όγκο των πληροφοριών που χρειάζονται οι ασθενείς. Πολλοί θεωρούν ότι η αποκάλυψη λεπτομερειών θα πρέπει να γίνεται μόνο σε όσους το επιζητούν. Μελέτες που αφορούν στην ενημέρωση του ασθενούς δείχνουν ότι η πλειονότητα των ασθενών με καρκίνο επιθυμούν να είναι πλήρως ενημερωμένοι για την ασθένειά τους.

Στην Ελλάδα, βασική πηγή ενημέρωσης θεωρείται ο θεράπων ιατρός του ασθενούς και σπανιότερα οι νοσηλευτές. Οι πιο γνωστές μέθοδοι ενημέρωσης ασθενών με καρκίνο τις τελευταίες δεκαετίες είναι η μέθοδος “ABCDE”, η μέθοδος “SPIKES”, η μέθοδος του Hitoshi Okamura και η μέθοδος των Peter Maguire και Ann Faulkner.

(Οι δύο πρώτες μέθοδοι θεωρούνται οι σπουδαιότερες, ενώ οι άλλες δύο είναι κυρίως οδηγίες για μια ορθή και αποτελεσματική ενημέρωση.)

Σύμφωνα με τις δύο πρώτες μεθόδους η ενημέρωση γίνεται σε ένα ήσυχο χώρο χωρίς πιθανότητα διακοπών. Ο ιατρός κάθεται αρκετά κοντά, ώστε να υπάρχει επαφή αν χρειαστεί και καθησυχασμός αισθημάτων πόνου ή εγκατάλειψης και προτείνεται η παρουσία ενός ατόμου – κυρίως οικογενειακού μέλους του ασθενούς – για υποστήριξη.

Ενδείκνυται ο ασθενής να ερωτηθεί αναφορικά με το τι γνωρίζει ήδη και τι κατανοεί:

(π.χ. «Τι σας έχουν πει σχετικά με την κατάσταση της υγείας σας έως τώρα;» ή «Ποια είναι η αντίληψή σας για τους λόγους που υποβληθήκατε σε μαγνητική τομογραφία;»).

Πιθανώς κάποιοι ασθενείς να μην επιθυμούν την πλήρη ενημέρωση για την κατάσταση της υγείας τους τη συγκεκριμένη στιγμή ή και αργότερα.

Για αυτό προτείνεται ο ασθενής να ερωτάται ευθέως για το τι θα ήθελε να γνωρίζει:

(π.χ. «Πώς θα θέλατε να σας ενημερώσω για τα αποτελέσματα των εξετάσεών σας;», «Θα θέλατε όλες τις λεπτομέρειες, να δείτε τις εξετάσεις, τα διαγράμματα ή θα θέλατε να δώσουμε περισσότερη έμφαση στη θεραπευτική αγωγή, που θα αποφασίσουμε από κοινού να ακολουθήσετε;» ή «Εάν η κατάστασή σας είναι σοβαρή, πόσα θα θέλατε να μάθετε γι’ αυτή;», «Είστε από τους ασθενείς που θέλουν να γνωρίζουν όλα όσα τους συμβαίνουν;»

φράση που ενημερώνει τον ασθενή ότι υπάρχουν και άλλοι ασθενείς όπως ο ίδιος και το γεγονός ότι δεν θέλει πληροφόρηση δεν σημαίνει ότι δεν έχει κουράγιο ή ότι είναι αδύναμος. Αν ο ασθενής δε θέλει να γνωρίζει λεπτομέρειες, ο ιατρός πρέπει να προσφερθεί να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις του στο μέλλον ή κατόπιν αδείας του ασθενούς, να μιλήσει σε έναν συγγενή ή φίλο του.

Ενδείκνυται ο ιατρός να μιλά ξεκάθαρα:

(π.χ. «Δυστυχώς, έχω να σας κοινοποιήσω κάποια δυσάρεστα νέα» ή «Λυπάμαι που θα σας πω ότι…») και να μην αποφεύγει λέξεις όπως «καρκίνος» ή «θάνατος».

Προτείνεται να μη χρησιμοποιούνται προγνωστικές εκτιμήσεις, όπως ποσοστά επί τοις εκατό ή μήνες ζωής, διότι αφενός μπορεί να μην ανταποκρίνονται στην περίπτωση του ασθενούς, αφετέρου τον αποθαρρύνουν από οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση.

Ο ιατρός καλείται να εκτιμήσει την αντίδραση του ασθενούς με τη φυγή, τη μαχητικότητα και τη συζήτηση να αποτελούν φυσιολογικές αντιδράσεις. Η μομφή, η δυσπιστία, η άρνηση, η πνευματικότητα και η αποδοχή επίσης είναι συνήθεις στρατηγικές γνωσιακής αντιμετώπισης.

Αν ο ασθενής είναι σιωπηλός και φαίνεται λυπημένος, ενδείκνυται η υποβολή ανοικτών ερωτήσεων ώστε να απαντήσει τι πιστεύει ή τι αισθάνεται.

Τέλος, ο ιατρός καλείται να διορθώσει τυχόν διαστρεβλώσεις, να τον διαβεβαιώσει ότι θα δεχθεί την καλύτερη δυνατή θεραπεία, να προσδιοριστούν τα άμεσα και μακροπρόθεσμα σχέδια του, να εκτιμηθεί η τάση για αυτοκτονία και να δοθούν κατάλληλες παραπομπές για περαιτέρω υποστήριξη. Κατά τη διάρκεια της διάγνωσης, πρέπει να αναφέρεται στον ασθενή η ύπαρξη δυνατότητας ψυχολογικής υποστήριξης.

Εν κατακλείδι, ενδείκνυται ο ασθενής να ενημερώνεται για την κατάσταση της υγείας του, εφόσον το επιθυμεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ιατροί δυστυχώς, δεν έχουν διδαχθεί από κανένα τον τρόπο ανακοίνωσης της ύπαρξης μιας ανίατης ασθένειας, επομένως δεν υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές που να καταλήγουν σε ασφαλή αποτελέσματα κάθε φορά.

Παρόλα αυτά, δεν παύει να υπάρχει πάντα ο ανθρώπινος παράγοντας και ψυχισμός. Υπάρχει η ενσυναίσθηση και το νοιάξιμο για τον άλλον που ξεχωρίζουν έναν απλό γιατρό που απλώς κάνει την δουλειά του, από έναν πιο ¨ανθρώπινο¨ και υπάρχει η κατανόηση στο τι φαίνεται πως μπορεί να αντέξει ο ασθενής και τι όχι, ανάλογα με τον ψυχισμό, τα βιώματα και την ηλικία του.

Ας είναι ενήμεροι λοιπόν και με ανοιχτά μάτια και καρδιά όσοι κάνουν αυτή τη δουλειά, ώστε η ανακοίνωση να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη και με ελπίδες θεραπείας.

Γράφει η Ανδριάννα Γεροντή – Συστημική και Εναλλακτική Θεραπεύτρια του ΚΕ.ΘΕ.ΣΥ (Ανασυνδιασμένη Ψυχοθεραπεία).

(Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε: https://www.kethesy.gr/)

(55)