Γιατί αφού ξέρω τι είναι καλό για εμένα, πράττω το κακό;

Δεν είναι λίγες οι φορές που διαπιστώνουμε, όχι χωρίς μία κάποια θλίψη και απογοήτευση, ότι ενώ γνωρίζουμε καλά τι πρέπει να κάνουμε, εντούτοις αδυνατούμε, εμποδιζόμαστε, για λόγους που δεν μας είναι ολότελα ξεκάθαροι, να το πράξουμε.

Ακόμη χειρότερα… πράττουμε το ακριβώς αντίθετό του. Βρισκόμαστε τότε στην θέση κάποιου που ενώ γνωρίζει, π.χ., ότι το κάπνισμα τον βλάπτει και μάλιστα ότι μπορεί να κινδυνεύσει η ίδια η υγεία του από αυτό, ωστόσο συνεχίζει να καπνίζει. Ή ακόμη στην θέση κάποιου που ενώ ξέρει καλά ότι η υπερβολική πρόσληψη τροφής βλάπτει το σώμα του, εντούτοις επιδεικνύει κάθε φορά την ίδια λαιμαργία μπροστά στο στρωμένο τραπέζι.

Ή, τέλος…

στην θέση εκείνου που ενώ γνωρίζει ότι μια απιστία μπορεί να καταστρέψει ανεπανόρθωτα την οικογενειακή του γαλήνη και ζωή, παρόλα αυτά δεν διστάζει μπροστά στο δέλεαρ της επικείμενης ηδονής να αγνοήσει τις κατά τα άλλα πολύ λογικές επιφυλάξεις του.

Δεν είναι ότι δεν θέλουμε να κάνουμε αυτό που μας υπαγορεύει η λογική, δεν είναι ότι δεν ξέρουμε τι υπαγορεύει ο λόγος, κι αυτό ακριβώς είναι το παράδοξο και το αινιγματικό: ενώ γνωρίζουμε ποια είναι η λογική συμπεριφορά και θέλουμε να συμμορφωθούμε με αυτήν, βρισκόμαστε ξαφνικά σε μία κατάσταση στην οποία έχουμε αψηφίσει εντελώς κάθε λογική παραίνεση. Η θέλησή μας εμφανίζεται αδύναμη!

Πώς ακριβώς συμβαίνει αυτό;

Ή ακριβέστερα… πώς ακριβώς μάς συμβαίνει αυτό; Γιατί, σε μια τέτοια κατάσταση, παύουμε να είμαστε κύριοι του εαυτού μας και αισθανόμαστε ότι υφιστάμεθα, ως έναν βαθμό παθητικά, έναν καθορισμό της συμπεριφοράς μας που δεν προέρχεται αποκλειστικά από τη θέλησή μας, αλλά από εξωτερικούς παράγοντες που επιδρούν αποτελεσματικά πάνω σε εμάς.

Για να κατανοήσουμε αυτήν την κατάσταση, θα πρέπει πρωτίστως να λάβουμε υπόψη ότι η γνώση του καλού και του κακού, αυτού που είναι πραγματικά καλό και κακό για εμάς, από μόνη της δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι αρκετή.

Η εμφάνισή της και μόνο δεν σκορπίζει ως δια μαγείας τις επιθυμίες που μέσα μας αντιτίθενται στη λογική. Άλλωστε αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, τα πράγματα θα ήταν απλά μα πάρα πολύ απλά, και δεν θα χρειαζόμαστε καμία ηθική.

Μάθημα πρώτο: τα πράγματα δεν είναι απλά. Η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας της λογικής είναι εξάλλου στενά συνυφασμένη με την ψευδαίσθηση μιας δήθεν απόλυτης κυριαρχίας της θέλησής μας πάνω στα πάθη και τις επιθυμίες μας.

Και όποιος είναι θύμα αυτών των δύο αλληλένδετων ψευδαισθήσεων αδυνατεί, ακριβώς, να κατανοήσει για ποιον λόγο η θέλησή του δεν αρκεί για να καθορίσει την πράξη του. Και έτσι, ενώ «βλέπει το καλύτερο και το επικροτεί, πράττει το χειρότερο»!

Δεν είναι όμως μοιραίο να πράττω πάντα το χειρότερο. Γιατί όσο αποτελεί ψευδαίσθηση η παντοδυναμία της θέλησης, άλλο τόσο ψευδαίσθηση αποτελεί η ολοσχερής αδυναμία της.

Η θέληση δεν είναι ούτε πανίσχυρη, ούτε παντελώς ανίσχυρη. Η σύμφωνη με τη λογική θέλησή μας δεν είναι παρά ένας μόνο από τους παράγοντες που καθορίζουν τις πράξεις μας. Πλάι σε αυτήν, υπάρχει ένα πλήθος άλλων παραγόντων, όπως τα πάθη, τα ένστικτα και οι ενορμήσεις μας, ιδίως αυτές που γεννιούνται από την παρουσία εξωτερικών αιτίων, ανθρώπων ή αντικειμένων, που, χάρη στη λάμψη που αποκτούν στη φαντασία μας, ασκούν πάνω μας μία ακατανίκητη γοητεία.

Χωρίς αμφιβολία, δημιουργείται συχνά μέσα μας η επιθυμία να πράξουμε σύμφωνα με τη λογική, όμως η επιθυμία αυτή δεν λειτουργεί στο κενό…

εντάσσεται πλήρως στο παιχνίδι της συναισθηματικής μας ζωής και, αναπόφευκτα, βρίσκεται σε σχέση ανταγωνισμού με άλλες αντίθετες επιθυμίες, που αναδύονται συχνά μέσα μας παρά τη θέλησή μας.

Αυτό που εν τέλει καθορίζει τον τρόπο που θα πράξουμε δεν είναι η ηθική ποιότητα ή η πηγή της επιθυμίας μας, αν δηλαδή η επιθυμία μας είναι καλή ή κακή, αν προκύπτει από την λογική ή από ένα πάθος, αλλά η δύναμή της και μόνο. Για αυτόν τον λόγο είναι στην πραγματικότητα παραπλανητική η φράση: «άλλα μου λέει η λογική μου και άλλα το συναίσθημά μου».

Η μάχη δεν είναι ποτέ μεταξύ λογικής και συναισθήματος, μεταξύ θέλησης και πάθους, αλλά πάντα μεταξύ επιθυμιών. Και η έκβαση αυτής της μάχης εξαρτάται πάντα από έναν και μοναδικό κανόνα: τον κανόνα της σύγκρισης των δυνάμεων. Υπερισχύει πάντα η πιο δυνατή επιθυμία, αλλά αυτή, όπως όλοι, αλίμονο, γνωρίζουμε, δεν είναι πάντα η έλλογη επιθυμία.

Συμβαίνει συχνά η λογική επιλογή να παραμερίζεται, μπροστά σε μία απόλαυση που προσφέρεται εδώ και τώρα. Για παράδειγμα, θα προτιμήσω ένα μικρότερο ποσό που μου προσφέρεται τώρα, από ένα μεγαλύτερο που μου προσφέρεται αργότερα, εξαιτίας της έξαψης που μου προκαλεί η ιδέα του άμεσου οφέλους.

Ή ακόμη, προτιμώ να παραμένω σε μία κατά τα άλλα αδιέξοδη σχέση, που ωστόσο ικανοποιεί άμεσα ορισμένες ανάγκες μου, από το να έρθω σε ρήξη και να περάσω κατ’ ανάγκην μία περίοδο μοναξιάς, μέχρις ότου βρω μία σχέση που να με ικανοποιεί πραγματικά.

Το μακροπρόθεσμο όφελος μιας περιόδου μοναξιάς φαντάζει πολύ λιγότερο δελεαστικό από το άμεσο όφελος μιας προβληματικής αλλά υπαρκτής συντροφικότητας. Αυτό που χαρακτηρίζει το πάθος είναι η βιασύνη, η τάση για άμεση κατανάλωση του αντικειμένου του πάθους, ενώ η λογική δεν κυριαρχείται από το δέλεαρ του παρόντος, γιατί γνωρίζει ότι ο χρόνος δεν εξαντλείται στο παρόν.

Κι όσο πιο ανεπτυγμένη η λογική μέσα μας, τόσο μεγαλύτερη η πικρία μας όταν τη βλέπουμε να εξουδετερώνεται από την επίδραση των παθών μας. Αυτό χωρίς αμφιβολία ήθελε να τονίσει ο Εκκλησιαστής, με την ακόλουθη φράση: «Όποιος αυξάνει τη γνώση του, αυξάνει την οδύνη του».

Θα πρέπει λοιπόν να παραδεχτούμε ότι…

ο άνθρωπος δεν είναι το αριστοτελικό έλλογο ον, που αρκείται στο να ακολουθεί τη μέση οδό, αρνείται την υπερβολή και οι πράξεις του τείνουν να διέπονται πάντα από τον χρυσό κανόνα της φρόνησης. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, τότε θα ήταν εντελώς ανεξήγητο γιατί πράττω κατ’ επανάληψη αυτό που με βλάπτει, ενώ γνωρίζω εκείνο που, αντίθετα, με ωφελεί.

Με άλλα λόγια…

θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι, στις συνήθεις συνθήκες της καθημερινής ζωής, για τους λόγους που εξηγήσαμε, βρισκόμαστε και θα βρισκόμαστε στην κατάσταση εκείνου που βλέπει το καλύτερο και πράττει το χειρότερο, χωρίς να είναι δυνατόν ποτέ να ξεφύγουμε εντελώς από την κατάσταση αυτή.

Εξ ου και η ανάγκη ενός ρεαλιστικού αναπροσδιορισμού του βασικού μας στόχου: όχι να πράττουμε πάντα αυτό που γνωρίζουμε ότι είναι το καλύτερο για εμάς (πράγμα που ισοδυναμεί με μια ηθική ουτοπία), αλλά να μειώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τις περιπτώσεις στις οποίες καταλήγουμε να ενεργούμε με βάση μια επιθυμία που εν τέλει μας βλάπτει, καθώς αντιστρατεύεται εν γνώσει μας το αγαθό.

Στο σημείο αυτό, η παρέμβαση της ψυχοθεραπείας μπορεί να καταστεί πολύ χρήσιμη, μας επιτρέπει να αποκρυπτογραφήσουμε τις αντιφάσεις της επιθυμίας μας, όχι τόσο για να τη μεταβάλουμε εδώ και τώρα, πράγμα δύσκολο αν όχι αδύνατο, αλλά για να αποκτήσουμε καλύτερη επίγνωση των πηγών της, των διαδρομών της και των παραγόντων που την επικαθορίζουν.

Δεν πράττω πάντα το καλύτερο, ούτε είναι δυνατόν να το κάνω· αλλά μπορώ να το πράττω ορισμένες τουλάχιστον φορές, και ίσως όλο και περισσότερο, όχι τόσο για να επιβεβαιώσω, μαζί με τον Αριστοτέλη, ότι είμαι έλλογο ον, όσο για να δείξω ότι δεν είμαι ένα ον ολωσδιόλου παράλογο.

Ο ρόλος της ψυχοθεραπείας δεν είναι να δώσει ή να αυξήσει, για κάποιον, την γνώση του καλού και του κακού, που ούτως ή άλλως λίγο – πολύ όλοι την κατέχουμε. Αντίθετα, ο ρόλος της είναι να βρει τρόπους επανασύνδεσης αυτής της γνώσης με την ζωντανή ροή της επιθυμίας. Αυτές οι απόπειρες γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ γνώσης και επιθυμίας είναι τα πρώτα, αλλά ίσως τα πιο αποφασιστικά βήματα προς την ελευθερία.

Η Μάρω Μπέλλου είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Κατά την κλινική της πρακτική ακολουθεί την αυτοσχεδιαστική μέθοδο. Έχει λάβει ειδίκευση στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, έχει εμβαθύνει με διατριβή στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην Ψυχανάλυση. 

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο: «Ο γκατζετ-Eros: ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.

(Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε: http://www.marobellou.gr/el/)

 

(742)