Βάδιζε δίπλα μου… και θα προχωράμε παρέα!

Η απειλητική για τη ζωή αρρώστια, όπως ο καρκίνος, είναι ο άγνωστος Χ που αλλάζει όλη την εξίσωση της παιδικής ηλικίας. Ο τέλειος καταλύτης, ο σαρωτικός παράγοντας. Ο άγνωστος Χ που κρύβει μέσα του και μέσα στη ζωή του παιδιού αμέτρητες σειρές μαθηματικών πράξεων.

Tα «κακά» κύτταρα που πολλαπλασιάζονται άναρχα, η οικογένεια που διαιρείται σε δύο χώρους (σπίτι και νοσοκομείο), οι καινούριες πληροφορίες, σκέψεις και αισθήσεις  που προσθέτονται στο μυαλό του παιδιού και τα πράγματα, οι συνθήκες της προηγούμενης ζωής που από τη μια μέρα στην άλλη χάνονται:

μείον η «κανονικότητα», μείον η αίσθηση του άτρωτου, της εγγυημένης γονεϊκής ασφάλειας, της παντοδυναμίας… μία ατέλειωτη σειρά από συνεχόμενα μείον σε πτυχές και προνόμια της παιδικής ηλικίας.

Μέσα σε έναν τέτοιο καταιγισμό μαθηματικών πράξεων, σε έναν τέτοιο καταιγισμό νέων εμπειριών και βιωμάτων, πώς είναι δυνατόν ένα παιδί να μείνει ίδιο; Βιώνει πόνο που όμοιό του δεν είχε ξανανιώσει ποτέ. Πόνος στο σώμα, πόνος και στην ψυχή

Ενώ όμως το σώμα έχει την τάση να συρρικνώνεται όταν πονάει, η ψυχή μοιάζει να γιγαντώνεται. Οι ψυχαναλυτές λένε πως «ο πόνος είναι ένα σημάδι που δείχνει ότι η εμπειρία που βιώνουμε είναι μία δοκιμασία. Επίσης, αυτό το επίπονο βίωμα της δοκιμασίας προκαλεί ένα είδος αναδιοργάνωσης και αλλαγής στο άτομο, την οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε ωρίμανση. Όταν εμφανίζεται ένας πόνος, σημαίνει ότι υπερπηδάμε ένα κατώφλι, περνάμε μία αποφασιστική δοκιμασία» (Κανελλοπούλου, 2000).

Όταν μάλιστα ο πόνος γίνεται για τα παιδιά μία σχεδόν καθημερινή εμπειρία δεν μπορεί παρά και η αναδιοργάνωση και η αλλαγή να είναι εντυπωσιακή. Δεν είναι πια παιδιά. Είναι μικροί άνθρωποι που, στην αρχή της ζωής τους, η αρρώστια τα φέρνει αντιμέτωπα με το τέλος. Και αυτή η αίσθηση του τέλους, αυτή η αίσθηση της ανασφάλειας, του μη προβλέψιμου, της έλλειψης ελέγχου είναι που φέρνει τους μικρούς αυτούς ανθρώπους κατάματα με τη μοναξιά.

Σε τέτοιες στιγμές ο άνθρωπος – μικρός ή μεγάλος – αποκτά συναίσθηση της υπαρξιακής απομόνωσης, που, αν και λιγότερο συνηθισμένη στα πρώτα στάδια της ζωής, ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ. «Σε τέτοιες στιγμές αποκτά επίγνωση του γεγονότος ότι κανείς δεν μπορεί να μας συντροφέψει πλήρως σ’ αυτό το ζοφερό ταξίδι» (Yalom, 2008). Σ’ αυτές τις στιγμές όμως συμβαίνει ταυτόχρονα και κάτι «μαγικό».

Η συνειδητοποίηση της εμπειρίας των πολλαπλών Αφαιρέσεων επισφραγίζει την ανάγκη του Συν- δεσμου: Συν-πάσχω, Συν-υπάρχω, Συν-οδεύω, Συν-δημιουργώ μία άλλη πραγματικότητα.

Ένας από τους μεγαλύτερους πνευματικούς δασκάλους του 20ου αιώνα, ο Όσσο, το έχει περιγράψει ως εξής: «Δεν μπορείς να πολεμήσεις απευθείας το σκοτάδι, δεν μπορείς να πολεμήσεις απευθείας τη μοναξιά, δεν μπορείς να πολεμήσεις απευθείας το φόβο της απομόνωσης. Δεν μπορείς να πολεμήσεις επειδή είναι απλώς απουσίες, ακριβώς όπως το σκοτάδι είναι η απουσία του φωτός».

Ο ανθρώπινος σύνδεσμος σε αυτή τη φάση της ζωής του παιδιού είναι το μικρό κερί που με το αχνό του φως διαλύει το συμπαγές σκοτάδι. Πώς όμως μπορούμε να προσφέρουμε στο παιδί την τόσο απαραίτητη ανθρώπινη παρουσία μας χωρίς να το επιβαρύνουμε με σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές που ως ενήλικοι είναι πολύ δύσκολο να συγκρατήσουμε; Οι ψυχαναλυτές θα απαντούσαν ότι πρέπει να σταθούμε δίπλα στο παιδί, να δεχθούμε τον μη αφομοιώσιμο πόνο του και τον μετατρέψουμε σε συμβολικό (Κανελλοπούλου, 2000).

Οι ποιητές θα έγραφαν: «Μη βαδίζεις μπροστά μου γιατί δε θα μπορέσω να σε ακολουθήσω. Μη βαδίζεις πίσω μου, γιατί μπορεί να σε χάσω. Μη βαδίζεις από κάτω μου γιατί μπορεί να σε πατήσω. Μη βαδίζεις επάνω μου γιατί μπορεί να με λιώσεις. Βάδιζε δίπλα μου και θα διανύσουμε το δρόμο αυτό παρέα» (Μπουκάι, 2008).

Ο Yalom λέει ότι σε τέτοιου είδους ταξίδια ο συνοδοιπόρος «πρέπει να είναι το κάγκελο πλάι στο χείμαρρο, όχι δεκανίκι. Να αποκαλύπτει τα μονοπάτια που ξεδιπλώνονται μπροστά αλλά να μην επιλέγει αυτός το μονοπάτι». Όσο κι αν δυσκολευόμαστε να το αποδεχθούμε, το μονοπάτι αυτό δεν είναι δικό μας. Είναι του μικρού αυτού ανθρώπου που βρίσκεται μπροστά μας με ελλιπείς αποσκευές για ένα τέτοιο υπαρξιακό ταξίδι.

Ο δρόμος είναι δικός του, το ταξίδι είναι δικό του, δε χρειάζεται όμως να το κάνει χωρίς πυξίδα. Αν μπορούμε να σταθούμε δίπλα του και να βοηθάμε να βρίσκει τη δική του σταθερά, μπορούμε να πούμε ότι είμαστε οι συνοδοιπόροι του. Αν μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν κοινό διαπροσωπικό τόπο στον οποίο θα είμαστε μαζί αυθεντικά παρόντες, μπορούμε να πούμε ότι συνυπήρξαμε μαζί του. Και η συνύπαρξη αυτή ισοδυναμεί με πράξη αγάπης, πολλές φορές ύστατη, ικανή όμως να δημιουργήσει πολλαπλούς κυματισμούς.

Το άρθρο υπογράφει η Δήμητρα Πετανίδου – Ψυχολόγος, ΜSc., Ph.D. & Συνεργάτης του Ψυχοθεραπευτικού Κέντρου – Πολυχώρου Animus Corpus

(*Περισσότερες πληροφορίες για τις παροχές υπηρεσιών του Animus Corpus, καθώς και για το βιογραφικό της Ψυχολόγου, στην ιστοσελίδα www.animuscorpus.gr)

Στοιχεία επικοινωνίας:

διευθ.: Βασιλίσσης Σοφίας 54, Ιλίσια (Στάση Μετρό: Μέγαρο Μουσικής) 

τηλ. επικοινωνίας: 210 72 22 214 

 

Παραπομπές:

– Βασιλική Κανελλοπούλου (2000). Ψυχαναλυτική Θεώρηση του Πόνου. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

– IrvinD. Yalom (2008). Στον κήπο του Επίκουρου. Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου. Έκδόσεις Άγρα, Αθήνα.

– Χόρχε Μπουκάι (2008).Να σου πω μια ιστορία. Διηγήσεις που μ’ έμαθαν να ζω. ΄Γ Έκδοση,  Εκδόσεις OperaAnimus, Αθήνα.

– Όσσο (1997). Από τη Μοναξιά στη Μοναχικότητα. Εκδόσεις Ρέμπελ, Αθήνα.

(332)